Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Φώτης Κόντογλου - Γιάννης ὁ Εὐλογημένος!


O γιος Βασίλης, σν περάσανε τ Χριστούγεννα, πρε τ ραβδί του κα γύρισε σ᾿ λα τ χωριά, ν δε ποις θ τόνε γιορτάσει μ καθαρ καρδιά. Πέρασε π λογιν-λογιν πολιτεες κι π κεφαλοχώρια, μ σ᾿ ποια πόρτα κι ν χτύπησε δν τ᾿ νοίξανε, πειδ τν πήρανε γι διακονιάρη. Κ᾿ φευγε πικραμένος, γιατ διος δν εχε νάγκη π τος νθρώπους, μ νοιωθε τ πόσο θ πονοσε καρδι κανενς φτωχο π τν πονι πο το δείξανε κενοι ο νθρωποι.
Μι μέρα φευγε π να τέτοιο σπλαχνο χωριό, κα πέρασε π τ νεκροταφεο, κ᾿ εδε τ κιβούρια πς τανε ρημαγμένα, ο ταφόπετρες σπασμένες κι ναποδογυρισμένες,κα τ νιόσκαφτα μνήματα ετανε σκαλισμένα π τ τσακάλια. Σν γιος πο ετανε κουσε πς μιλούσανε ο πεθαμένοι κα λέγανε: «Τν καιρ πο εμαστε στν πάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι φήσαμε πίσω μας παιδι κ᾿ γγόνια ν μς νάβουνε κανένα κερί, ν μς καίγουνε λίγο λιβάνι μ δν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπ στ κεφάλι μας ν μς διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρ σν ν μν φήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι γιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ᾿ επε: «Τοτοι ο χωριάτες οτε σ ζωνταν δ δίνουνε βοήθεια, οτε σ πεθαμένον», κα βγκε π τ νεκροταφεο, κα περπατοσε λομόναχος μέσα στ παγωμένα χιόνια.
*
* *
Παραμον τς πρωτοχρονις φταξε σ κάτι χωρι πο ετανε τ πι φτωχ νάμεσα στ φτωχοχώρια, στ μέρη τς λλάδας. παγωμένος γέρας βογκοσε νάμεσα στ χαμόδεντρα κα στ βράχια, ψυχ ζωνταν δν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Εδε μπροστά του μι ραχούλα, κι π κάτω της ετανε μι στρούγκα τρυπωμένη. γιος Βασίλης μπκε στ στάνη κα χτύπησε μ τ ραβδί του τν πόρτα τς καλύβας κα φώναξε: «λεστε με, τν φτωχό, γι τν ψυχ τν ποθαμένων σας κι Χριστός μας διακόνεψε σ τοτον τν κόσμο!». Τ σκυλι ξυπνήσανε κα χυθήκανε πάνω του, μ σν πήγανε κοντά του κα τν μυριστήκανε, πιάσανε κα κουνούσανε τς ορές τους κα πλαγιάζανε στ ποδάρια του κα γρούζανε παρακαλεστικ κα χαρούμενα. πάνω σ᾿ ατά, νοιξε πόρτα κα βγκε νας τσοπάνης, ς εκοσιπέντε χρονν παλληκάρι, μ μαρα στριφτ γένεια, Γιάννης Μπαρμπάκος, νθρωπος θος κι πελέκητος, προβατάνθρωπος, κα πρν ν καλοϊδε ποις χτύπησε, επε: «λα, λα μέσα. Καλ μέρα, καλ χρονιά!».
Μέσα στ καλύβι φεγγε να λυχνάρι, κρεμασμένο π πάνω π μία κούνια, πο ετανε δεμένη σ δυ παλούκια. Δίπλα στ τζάκι ετανε τ στρωσίδια τους κα κοιμότανε γυναίκα το Γιάννη. ατός, σν μπκε μέσα γιος Βασίλης, κ᾿ εδε πς ετανε γέρος σεβάσμιος, πρε τ χέρι του κα τ᾿ νεσπάσθηκε κ᾿ επε: «Νά χω τν εχή σου, γέροντα», κα τό λεγε σν ν τν γνώριζε κι π πρωτύτερα, σ νά τανε πατέρας του. Κα κενος το επε: «Βλογημένος νά σαι, σ κι λο τ σπιτικό σου, κα τ πρόβατά σου ερήνη το Θεο νά ναι πάνω σας!». Σηκώθηκε κ᾿ γυναίκα κα πγε κα προσκύνησε κα κείνη τν γέροντα κα φίλησε τ χέρι του κα τ βλόγησε. Κι γιος Βασίλης ετανε σν καλόγερος ζητιάνος, μ μι σκούφια παλι στ κεφάλί του, κα τ ράσα του ετανε τριμμένα κα μπαλωμένα κα τ τσαρούχια του τρύπια, κ᾿ εχε κ᾿ να παλιοτάγαρο δειανό. Γιάννης Βλογημένος βαλε ξύλα στ τζάκι. Κα παρευθύς, φεγγοβόλησε τ καλύβι κα φάνηκε σν παλάτι. Κα φανήκανε τ δοκάρια, σ νά τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ᾿ ο πητις πο ετανε κρεμασμένες φανήκανε σν καντήλια, κ᾿ ο καρδάρες κα τ τυροβόλια κα τ᾿ λλα τ σύνεργα πο τυροκομοσε Γιάννης, γινήκανε σν σημένια, κα σν πλουμισμένα μ διαμαντόπετρες φανήκανε, κα τ᾿ λλα, τ φτωχ τ πράγματα πού χε μέσα στ καλύβι του Γιάννης Βλογημένος. Κα τ ξύλα πο καιγόντανε στ τζάκι τρίζανε κα λαλούσανε σν τ πουλι πο λαλονε στν παράδεισο, κα βγάζανε κάποια εωδι πάντερπνη. Τν γιο Βασίλη τν βάλανε κ᾿ κατσε κοντ στ φωτι κ᾿ γυναίκα το θεσε μαξιλάρια ν κουμπήσει. Κι γέροντας ξεπέρασε τ ταγάρι του π τ λαιμό του κα τό βαλε κοντά του, κ᾿ βγαλε κα τ παλιόρασό του κι πόμεινε μ τ ζωστικό του.
Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κι ρμεξε τ πρόβατα μαζ μ τν παραγυιό του, κ᾿ βαλε μέσα στν κοφινέδα τ νιογέννητα τ᾿ ρνιά, κι στερα χώρισε τς τοιμόγεννες προβατίνες κα τς κράτησε στ μαντρί, κι παραγυις τά βγαλε τ᾿ λλα στ βοσκή. Λιγοστ ετανε τ ζωντανά του, φτωχς ετανε Γιάννης, μ ετανε Βλογημένος. Κ᾿ εχε μία χαρ μεγάλη, σ κάθε ρα, μέρα κα νύχτα, γιατ ετανε καλς νθρωπος κ᾿ εχε κα καλ γυναίκα, κι ποιος λάχαινε ν περάσει π τν καλύβα τους, σν νά τανε δελφός τους, τν περιποιόντανε. Γι τοτο κι γιος Βασίλης κόνεψε στ σπίτι τους, κα κάθησε μέσα, σ νά τανε δικό του σπίτι, κα βλογηθήκανε τ θεμέλιά του. Κείνη τ νύχτα τν περιμένανε λες ο πολιτεες κα τ χωρι τς Οκουμένης, ο ρχόντοι, ο δεσποτάδες κ᾿ ο πίσημοι νθρποι μ κενος δν πγε σ κανέναν, παρ πγε κα κόνεψε στ καλύβι το Γιάννη το Βλογημένου.
*
* *
Τ λοιπόν, σν σκαρίσανε τ πρόβατα, μπκε μέσα Γιάννης κα λέγει στν γιο: «Γέροντα, χω χαρ μεγάλη. Θέλω ν μς διαβάσεις τ γράμματα τ᾿ η-Βασίλη. γ εμαι νθρωπος γράμματος, μ γαπ τ γράμματα τς θρησκείας μας. χω κα μία φυλλάδα π ναν γούμενο γιονορίτη, κι ποτε τύχει ν περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τν βάζω κα μο διαβάζει π μέσα τν φυλλάδα, γιατ δν χουμε κοντά μας κκλησία».
πιασε κα θαμπόφεγγε κατ τ μέρος τς νατολς. γιος Βασίλης σηκώθηκε κα στάθηκε κατ τν νατολ κ᾿ κανε τ σταυρό του, στερα σκυψε κα πρε μία φυλλάδα π τ ταγάρι του, κ᾿ επε: «Ελογητς Θες μν πάντοτε,νν κα ε κα ες τος αώνας τν αώνων». Κι Γιάννης Βλογημένος πγε κα στάθηκε π πίσω του, κ᾿ γυναίκα βύζαξε τ μωρ κα πγε κα κείνη κα στάθηκε κοντά του, μ σταυρωμένα χέρια. Κι γιος Βασίλης επε τ «Θες Κύριος» κα τ᾿ πολυτίκιο τς Περιτομς «Μορφν ναλλοιώτως νθρωπίνην προσέλαβες», δίχως ν πε κα τ δικό του τ πολυτίκιο πο λέγει «Ες πάσαν τν γν ξλθεν φθόγγος σου». φωνή του ετανε γλυκει κα ταπεινή, κι Γιάννης κ᾿ γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ς μν καταλαβαίνανε τ γράμματα. Κ᾿ επε γιος Βασίλης λον τν ρθρο κα τν Κανόνα τς ορτς: «Δετε λαο σωμεν σμα Χριστ τ Θε, χωρς ν πε τ δικό του τν Κανόνα, πο λέγει «Σο τν φωνν δει παρεναι, Βασίλειε». Κ᾿ στερα επε λη τ λειτουργία κ᾿ κανε πόλυση κα τος βλόγησε.
Κα σν καθήσανε στ τραπέζι κα φάγανε κι ποφάγανε, φερε γυναίκα τ βασιλόπητα κα τν βαλε πάνω στ σοφρ. Κι γιος Βασίλης πρε τ μαχαίρι κα σταύρωσε τ βασιλόπητα, κ᾿ επε: «Ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος κ᾿ κοψε τ πρτο τ κομμάτι κ᾿ επε «το Χριστο» κ᾿ στερα επε «τς Παναγίας», κ᾿ στερα επε «το νοικοκύρη Γιάννη το Βλογημένου». Το λέγει Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τν η- Βασίλη!». Το λέγει γιος: «Ναί, καλά! κ᾿ στερα λέγει: «Το δούλου το Θεο Βασιλείου». Κ᾿ στερα λέγει πάλι: «Το νοικοκύρη, «τς νοικοκυρς», «το παιδιο», «το παραγυιο», «τν ζωντανν», «τν φτωχν». Τότε λέγει στν γιο Γιάννης Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δν κοψες γι τν γιωσύνη σου; Το λέγει γιος: «κοψα, Βλογημένε!» μά, Γιάννης δν κατάλαβε τίποτα, μακάριος. Κ᾿ στερα, σηκώθηκε ρθιος γιος Βασίλειος κ᾿ επε τν εχή του «Κύριε Θεός μου, οδα τι οκ εμ ξιος, οδ κανός, να π τν στέγην εσέλθς το οκου τς ψυχς μου».
Κ᾿ επε Γιάννης Βλογημένος: «Πές μου, γέροντα, πο ξέρεις τ γράμματα, σ ποι παλάτια ραγες πγε σν πόψε γιος Βασίλης; ο ρχόντοι κ᾿ ο βασιληάδες τί μαρτίες νά χουνε; μες ο φτωχο εμαστε μαρτωλοί, πειδς φτώχεια μς κάνει ν κολαζόμαστε». Κι γιος Βασίλης δάκρυσε κ᾿ επε πάλι τν εχή, λλοιώτικα: «Κύριε, Θεός μου, οδα τι δολος σου ωάννης πλος στν ξιος κα κανς να π τν στέγην του εσέλθς. τι νήπιος πάρχει κα τ μυστήριά Σου τος νηπίοις ποκαλύπτεται». Κα πάλι δν κατάλαβε τίποτα Γιάννης μακάριος, Γιάννης Βλογημένος...

 
 «Διηγήματα τν Χριστουγέννων», κδόσεις ρμός