Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Λόγος αγίου ΕΦΡΑΙΜ του ΣΥΡΟΥ στην Θεία Μεταμόρφωση του Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού


πό τούς γρούς τέρψεις συγκομιδς καί πό τά μπέλια τρύγος δεσμάτων. Καί πό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. γρός μία φορά χει τήν συγκομιδή καί τό μπέλι μιά φορά χει τόν τρύγο. Γραφή, μως, πάντοτε ναβλύζει διδαχή ζωοποιό. γρός, ταν θεριστε, μένει ρημος. Καί τό μπέλι, ταν τρυγηθε, ταπεινώνεται. Γραφή, μως, ν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τν ρμηνειν τν λόγων της δέν κλείπουν. Καθημερινά τρυγται καί τά σταφύλια τς λπίδας πού κρύβει δέν δαπαννται. ς πλησιάσουμε λοιπόν τόν γρό τοτο κι ς πολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεθρα καί ς θερίσουμε π ατόν στάχυα ζως, τούς λόγους το Κυρίου μας ησο Χριστο, ποος επε: «βρίσκονται δ κάποιοι, ο ποοι δέν θά γευθον θάνατο, ως νά δον τόν Υόν το Θεο ρχόμενο στήν δόξα Του».
Καί μετά πό ξι μέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν άκωβο καί τόν δελφό του ωάννη καί τούς νέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε νώπιόν τους. Καί λαμψε τό πρόσωπό του πως λιος, τά δέ ροχα του γιναν λευκά σάν τό φς. Πράγματι, ο νδρες γιά τούς ποίους επε τι δέν θά γευθον θάνατο, ως νά δον τόν τύπο τς λεύσεώς Του, ατοί ο τρες πόστολοι εναι, τούς ποίους πρε κοντά Του καί νέβηκαν στό βουνό, που τούς δειξε πς πρόκειται νά λθει κατά τήν σχάτη μέρα στήν δόξα τς θεότητάς Του καί μέ τό σμα τς νθρωπότητάς Του. Τούς νέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εναι καί ποίου υός. Διότι, ταν τούς ρωτοσε «ποος λένε ο νθρωποι τι εμαι γώ, υός το νθρώπου;» κενοι ποκρίθηκαν: «λλοι, πώς εσαι λίας· λλοι, ερεμίας νας πό τούς προφτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).
Γι ατό καί τούς νεβάζει στό βουνό καί τούς ποκαλύπτει, τι δέν εναι λίας, λλά Θεός καί Πλάστης το λία. Οτε πάλι ερεμίας, λλ ατός πού γίασε τόν ερεμία κ κοιλίας. Οτε νας πό τούς  προφτες, λλ Κύριος τν προφητν, ποος καί τούς στειλε. λλά καί τοτο ποδηλώνει σ ατούς, τι Ατός εναι ποιητής το ορανο καί τς γς, καί κύριος ζωντανν καί νεκρν. Διότι διέταξε τόν ορανό, καί εθύς μέσως κατέβασε τόν λία. καμε νεμα στήν γ καί τόν Μωϋσ παρέστησε. Καί σ ατούς πάλι τούς κορυφαίους τν προφητν πέδειξε τι Κύριος εναι τν ζώντων, φόσον τόν λία πό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί τι εναι Ατός πού γείρει τούς νεκρούς, φόσον γειρε τόν Μωϋσ κ τν νεκρν. δέ νάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε τι εναι Υός το Θεο.
Τί κι ν λεγε σ ατούς τι «γώ εμαι Θεός κ Θεο»; Δέν θά πείθονταν εκολα, ξ ατίας το σώματος, πού εχε περιβληθε, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν μοιός τους. βλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν ωσήφ, πού Τόν νέθρεψε, καί πώς πατέρας Του εχε να κοινό νομα. Παιδιά το ωσήφ σαν ο δελφοί Του. Καί πως ατοί πείνασε καί λαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα σβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρκε παρηγοριά τήν νάπαυση, καί στήν νύστα δωσε πνο. Καί τόν φόβο κολούθησαν σταλαγμοί δρτα. χοντας,  λοιπόν, λα τά δικά μας παρεκτός τήν μαρτία, πς θά γινόταν πιστευτός, άν λεγε τι «γώ εμαι Θεός κ Θεο;» Διότι ατά δέν σαν ρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι ατό λοιπόν στό βουνό τούς νεβάζει, στε νά μιλήσει Πατήρ καί νά τούς διδάξει, τι εναι πραγματικά Υός του. πέδειξε, μως, καί τήν βασιλεία Του πρίν πό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν πό τήν βρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν πό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν πό τήν τίμωση. στε, ταν δεθε καί σταυρωθε πό τούς ουδαίους, νά γνωρίσουν ο μαθητές Του, τι δέν σταυρώνεται πό δυναμία λλά κατά τό γαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει λο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν πό τήν νάσταση τήν δόξα Του, στε, ταν γερθε κ νεκρν στήν θεϊκή δόξα τς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν τι δέν λαβε τήν δόξα ς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εχε, λλ ταν δόξα Του π ρχς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του - καθώς διος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εχα κοντά σου πρίν νά πάρξει κόσμος» (ω. 17, 5). Ατή, λοιπόν, τήν δόξα τς θεότητάς Του, τό δηλο καί κρυμμένο μέσα στήν νθρώπινη φύση Του, δειξε στούς ποστόλους κατά τήν νάβαση στό ρος. Διότι γινε τό πρόσωπό Του πως λιος καί τά ροχα Του λευκά σάν τό φς. Δύο λιους βλεπαν στό βουνό τά μάτια τν μαθητν: νας ταν ατός πού φέρνει τό φς τς μέρας, καί λλος συνήθης καί φοβερός. νας φαινόταν καί σ ατούς καί τόν κόσμο λο φώτιζε στό στερέωμα. Καί λλος σ ατούς μόνους στραφτε, ποος ταν το ησο τό πρόσωπο.
γινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του πως λιος καί τά ροχα Του λευκά πως τό φς. Μέ ατά δειξε, τι πό λο τό σμα Του κχύθηκε δόξα Του, καί πό λη τή σάρκα Του λλαμψε τό φς Του, καί πό λα τά μέλη Του κπορεύονταν ο κτνες τς θεότητάς Του. Διότι δέν λλαμψε σάρκα Του ξωθεν, πως το Μωυσ ποος πέκτησε μέ πίκτητο φς ραιότητα, λλά πό τόν διο κχύθηκε δόξα Του καί μέσα Του μεινε. πό τόν διο νέτειλε τό φς ου καί μέσα Του ταν συγκεντρωμένο. Οτε σέ λλο μέρος πγε φήνοντάς Τον, οτε λθε κ το πλαγίου λλο φς καί τόν κόσμησε, οτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ πίχριση ξένου φωτός, λλά χοντας φυσική στόν αυτό Του λαμπρότητα, εχε χώριστο καί τό φς λης τς θεότητας. Δικό Του ταν καί οτε λόκληρη τήν βυσσο τς δόξας Του τούς φανέρωσε, φόσον τά μάτια τους δέν εχαν τέτοια δυνατότητα. λλά τούς δειξε κατά τό μέτρο τς πτικς τους δυνάμεως.
Καί παρουσιάστηκαν σ ατούς Μωυσς καί λίας νά συνομιλον μαζί Του. Τί λεγαν σ Ατόν; π σο μπορ νά ποθέσω, εχαριστία το πηύθυναν, διότι παλήθευσε τούς λόγους τν προφητν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση το πένειμαν πέρ τς σωτηρίας, πού χάρισε στό νθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ποο ατοί ζωγράφησαν, ατός λοκλήρωσε μέ τό ργο Του. Διότι ατοί δεχόμενοι τίς ρχές καί ντανακλάσεις τν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Σωτήρας, μως, πιστοποίησε μέ ργα τούς λόγους καί τίς εκόνες.
Χαρά κατέλαβε τούς προφτες καί τούς ποστόλους μέ τήν νάβαση ατή στό βουνό. Χάρηκαν ο προφτες βλέποντας τήν νθρώινη φύση Του, τήν ποία πιθυμοσαν νά δον, καί γαλλίασαν ο πόστολοι κούγοντας τήν φωνή το Πατέρα. Μέ ατήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τς οκονομίας Του, τό ποο ταν κρυφό γι ατούς. Διότι δέν ταν δυνατόν νά μάθουν πό λλη πηγή γιά τήν νανθρώπισή Του, παρά πό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. λλά καί δόξα το σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε μαρτυρία τν τριν μέ τόν Μωϋσ καί τόν λία, ο ποοι κοντά στόν ησο στάθηκαν ς δολοι νώπιον το Κυρίου τους. Καί ο μέν βλεπαν τούς δέ, ο προφτες τούς ποστόλους καί ο πόστολοι τούς προφτες. Ατοί πού ξ νόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. μαθαν πί πλέον σ ατήν τήν φανέρωση το ησο, τι Ατός διος θαψε τόν Μωϋσ καί μέ δικό Του κέλευσμα Θεσβίτης ναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εδε τό μνμα το Μωϋσ, παρά μόνο ατός πού τόν θαψε. Οτε κανείς γνώριζε καλύτερα πο βρισκόταν λίας, παρά μόνο κενος πού τόν νέβασε στόν ορανό πάνω σέ ρμα. Καί δέν θά μποροσε κανείς νά τούς φέρει τσι ατομάτως, τόν μέν πό τούς νεκρούς, τόν δέ πό τήν γγελική κατοικία, παρά μόνο Κύριος τν λων καί ξουσιαστής το δη καί τ ορανο. Καί συναντήθηκαν κε ο ρχηγοί τς Παλαις καί ο ρχοντες τς Καινς. Εδε Μωϋσς γιος τόν Σίμωνα νά χει γιασθε, οκονόμος το Πατρός τόν πίτροπο το Υο. μέν σχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει νάμεσα στά κύματα, δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οκοδομήσει τήν κκλησία, τήν ποία οτε ο πυλνες το δη κατέβαλαν. Εδε παρθένος τς παλαις τόν παρθένο τς νέας· λίας τόν ωάννη. Ατός πού νέβηκε σέ φλογερό ρμα, ατόν πού γειρε στό στθος τς φλόγας. Καί γινε τό ρος τύπος τς κκλησίας. Καί νωσε Θεός σ ατό τίς δύο διαθκες. Καί τσι τόν δέχτηκε κκλησία καί μς γνώρισε τι Ατός εναι δοτήρας καί τν δύο. μία παρέλαβε τά μυστήρια Ατο καί λλη φανέρωσε τήν δόξα τν ργων Του.
Επε, λοιπόν, Σίμων: «Καλό εναι νά μείνουμε δ». Σίμων, τί λές; άν μείνουμε δ, ποιός θά κπληρώσει τούς λόγους τν προφητν καί τήν διδαχή τν κηρύκων ποιός θά πισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τν σίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; άν μείνουμε δ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθε; Καί τό «διαμοίρασαν τά μάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ματισμό μου βαλαν κλρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «δωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβε; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «λεύθερος νάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); άν μείνουμε δ, το δάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ποδώσει; Καί ποιός θά ποκαταστήσει τό νδυμα τς δόξας Του; άν μείνουμε δ, πς θά πραγματοποιηθε τό σχέδιό μου γιά σένα, πς θά οκοδομηθε πάνω σου κκλησία; Τά κλειδιά τς βασιλείας τν ορανν πού δέχθηκες, πς θά χρησιμεύσουν; λλά καί ποιόν θά λύσεις ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; άν παραμείνουμε δ, λα ατά ναιρονται.
Επε πάλι Σίμων στόν ησο: «Κύριε, καλό εναι νά μείνουμε δ. Νά στήσουμε, άν θέλεις, τρες σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσ καί μία γιά τόν λία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οκοδομήσεις κκλησία καί τώρα τοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ρος; Εναι, λοιπόν, φανερό τι κόμη εχε νθρώπινη ντίληψη γιά τόν ησο. Γι ατό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσ καί τόν λία. Θέλοντας, λοιπόν, Κύριος νά δείξει τι δέν χει καμμία νάγκη χειροποίητης σκηνς, μέ νεφέλη φανέρωσε τι Ατός εναι πού εχε τοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ρημο. Διότι ν ατοί κόμη μιλοσαν, νεφέλη φωτός τούς πισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή τοιμη, πού μποδίζει τό καμα, καί λόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τν μαθητν φωνή κούστηκε πό τήν νεφέλη νά λέει: «Ατός εναι Υός μου γαπητός, στόν ποον εαρεστομαι, ατόν νά κοτε». Καί μέ τήν φωνή το Πατέρα Μωϋσς πέστρεψε στόν τόπο του καί λίας γύρισε στήν χώρα του. Καί ο πόστολοι πεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γ. Καί ησος μόνος στεκόταν, διότι φωνή κείνη Ατόν μόνο φοροσε. φυγαν ο προφτες καί πεσαν ο πόστολοι, καθώς δέν κπληρωνόταν σ ατούς τό νόημα το λόγου. Διότι δέν ταν κανείς πό ατούς υός μοούσιος καί συναδιος μέ τόν Πατέρα, οτε γι ατούς ταν τό «ατόν νά κοτε».
Μέ τό λόγο, λοιπόν, ατόν δήλωσε τι φαιρέθηκε πλέον οκονομία πό τόν Μωϋσ καί τόν λία, καί στόν Υό πακούουν κατά πάντα. Μήν πετε, δηλαδή, τι ατά επε Μωϋσς καί ατά λίας. Διότι ς δολοι πηρέτησαν στόν κέλευσμα καί ατό πού τούς ποδείχθηκε κήρυξαν. Ατός εναι υός καί χι μογενής· κύριος καί χι δολος· ρχοντας καί χι ρχόμενος· νομοθέτης καί χι νομοθετούμενος· σος κατά τήν θεία φύση καί υός γαπητός. τσι ο πόστολοι μυήθηκαν σ ατό πού ταν γι ατούς δηλο. δ Πατήρ φανέρωσε τόν Υό Του. δ ν ναγγέλει τό συναδιο γέννημά Του. ξαίτιας τς φωνς ατς πεσαν ο πόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γ. Διότι ταν βροντή  φοβερή, πού δονοσε καί τάραζε τήν γ καί ατοί πό τόν φόβο πεσαν χάμω. δειξε σ ατούς τό σοδύναμο το Υο μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς φωνή το Πατέρα τούς ριξε κάτω, τσι καί φωνή το Υο μέ τήν δύναμή Του τούς νασήκωσε. κε θεϊκή του δόξα καί νθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ να πρόσωπο. Διότι δέν λαβε πως Μωϋσς πίκτητη ραιότητα, λλ ς Θεός στήν δόξα Του στραψε. Το Μωϋσ τό πρόσωπο ξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ν λο τό σμα το ησο πως λιος στίς κτνες του στραφτε καί δόξα τς θεότητάς Του τό σμα τς νθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι ατόν νήγγειλε Πατήρ: «Ατός εναι υός μου γαπητός». Δέν ταν χωρισμένη δόξα τς θεότητάς Του πό τήν νθρωπότητά Του, λλά γιά ναν ταν φωνή, ατόν πού φαινόταν σέ σμα ετελές καί δόξα φοβερή. Καί γία Μαρία υό τόν ποκαλοσε, το ποίου τό νθρώπινο σμα δέν ταν χωρισμένο πό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εναι να πρόσωπο ατός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σμα καί τήν δόξα Του. Καί δόξα Του μήνυσε τήν κ το Πατρός θεία φύση. Καί τό σμα Του μήνυσε τήν κ τς Μαρίας νθρώπινη φύση. νας μως Υός μονογενής κ το Πατρός καί κ τς Μαρίας. ς παύσουν τά στόματα τν αρετικν. Διότι ποιος τόν μερίζει, θά μερισθε πό τήν βασιλεία Του. Καί ποιος τόν συγχέει, θά ποκλεισθε πό τήν ζωή Του. ποιος ρνεται τι γέννησε Θεόν Μαρία, ς μή δε τήν δόξα τς θεότητάς Του. Καί ποιος ρνεται τι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εναι τς σωτηρίας καί ζως πού προσφέρεται διά το σώματός Του. Διότι τά δια τά πράγματα διδάσκουν σους χουν διαύγεια. Ο θεες δυνάμεις Του κηρύσσουν τι εναι Θεός ληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυρον τι εναι νθρωπος ληθινός, καί τό σμα πού περιεβλήθη, τι εναι πό θυγατέρα νθρώπου. λλά κι ν δέν τό κατανοον ο σθενες κατά τήν διάνοια, μες θά πιχειρήσουμε νά κθέσουμε τήν λήθεια πό τά χραντα Εαγγέλια, στε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους κροατές μεγαλύτερη φέλεια, ξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ πιχειρήματα ψευδ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.
άν δέν ταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο μφανίζεται Μαρία στό προσκήνιο, καί άν δέν ταν Θεός, Γαβριήλ ποιόν προσφωνοσε Κύριο; άν δέν ταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί άν δέν ταν Θεός, ποιόν διακονοσαν ο γγελοι πού κατέβηκαν; άν δέν ταν σάρκα, ποιός ταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί άν δέν ταν Θεός, ο ποιμένες γιά ποιόν λόγο στερα πό οράνια μύηση τόν προσκύνησαν; άν δέν ταν σάρκα, ποιός ποβλήθηκε σέ περιτομή; άν δέν ταν Θεός, γιά ποιόν ο μάγοι πό τήν νατολή πρόσφεραν δρα; άν δέν ταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν γκαλιά του Συμεών, καί άν δέν ταν Θεός, σέ ποιόν λεγε «τώρα φησέ με νά πεθάνω ερηνικά»; άν δέν ταν σάρκα, ποιόν πρε ωσήφ καί κατέφυγε στήν Αγυπτο; άν δέν ταν Θεός, τό «πό τήν Αγυπτο κάλεσα τόν υό μου» σέ ποιόν κπληρώθηκε; άν δέν ταν σάρκα, ωάννης ποιόν βάπτισε, κι ν δέν ταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε πό τόν ορανό Πατέρας τι εναι γαπητός Του Υός; άν δέν ταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ρημο καί πείνασε; άν δέν ταν Θεός, ποιόν ο γγελοι κατέβηκαν καί διακονοσαν, ν δέν ταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τς Καν καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, άν δέν ταν Θεός καί νθρωπος; άν ταν πλός νθρωπος καί χι Θεός τέλειος, πς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαο Σίμωνα, πς τά πλημμελήματα τς πόρνης συγχώρησε; άν δέν ταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν δοιπορία καί ζητοσε νερό, κι ν δέν ταν Θεός, ποιός ν ζητοσε νερό πό τήν Σαμαρείτιδα, ν τούτοις δινε νερό καί λεγχε; άν δέν ταν σάρκα, πς φτυσε στήν γ, κι ν δέν ταν Θεός, πς κανε τόν κ γενετς τυφλό μέ πηλό νά ναβλέψει; Στό μνμα το Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ξλθε, νεκρός τετραήμερος, άν Χριστός δέν ταν Θεός καί νθρωπος; άν δέν ταν σάρκα, πς κάθησε στό πουλάρι, κι ν δέν ταν Θεός, ο χλοι ποιόν δοξολογοσαν λέγοντας τό σαννά; Καί πς νά διηγηθ σα ο παράνομοι ουδαοι το καναν; Μιλ γιά τήν προδοσία το μαθητο καί σα μετά τήν προδοσία γιναν στό κριτήριο το Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί σα τίς ρες μετά τήν προδοσία παθε γιά χάρη μας. Δέν τά πέμεινε ατά ς νθρωπος; Τά δέ το σταυρο ποιά γλσα νά διηγηθε; άν δέν ταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ν δέν ταν Θεός, τό καταπέτασμα το ναο πς σχίστηκε, ο πέτρες πς ράγισαν, τά μνημεα πς νοίχτηκαν, ο νεκροί πς νασταίνονταν;
άν δέν ταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ν δέν ταν Θεός, πς λεγε στόν ληστή «σήμερα θά εσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; άν δέν ταν σάρκα, ποιόν λειψαν μέ σμύρνα καί θαψαν ωσήφ καί Νικόδημος; Κι ν δέν ταν Θεός, ποιός ναστήθηκε τήν τρίτη μέρα; Ποιόν ο πόστολοι στό περο εδαν καί ψηλάφησαν, άν δέν ταν σάρκα, καί πς εσλθε κεκλεισμένων τν θυρν, άν δέν ταν Θεός; άν δέν ταν σάρκα, ποιός φαγε στήν λίμνη τς Τιβεριάδος, κι ν δέν ταν Θεός, πς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; άν δέν ταν σάρκα, ο πόστολοι καί ο γγελοι ποιόν εδαν, ταν ναλήφθηκε, κι ν δέν ταν Θεός, ορανός καί γ ποιόν προσκύνησαν; άν δέν ταν σάρκα, ψεύτικη ταν σωτηρία μας, πού θεμέλιο εχε τό τι Θεός γεννήθηκε νθρωπος πό γυναίκα, τήν χραντη καί ειπάρθενο Μαρία. Ατός εναι μονογενής Υός το Θεο καί λόγος, ρχόμενος στόν κόσμο. Τόν διον μολογ Θεό τέλειο καί τέλειο νθρωπο· μέ δύο φύσεις νωμένες σέ μία πόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τν φύσεων.
Ατός θεώρησε ξιο νά σαρκωθε, δίχως τροπή τς θείας Του φύσεως, πό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ποία εχε προκαθαρθε κατά τήν ψυχή καί τό σμα μέ τήν νέργεια το γίου Πνεύματος. Χρημάτισε νθρωπος μετά πό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος ατό πού δέν ταν, καί μένοντας ατό πού ταν, τέλειος καί στά δύο, ταν πίγειος καί οράνιος· πρόσκαιρος καί θάνατος· ναρχος καί ποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί παθής· Θεός καί νθρωπος, νας συγκείμενος πό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ς μία πό τρες ποστάσεις, ο ποες εναι μία οσία, μία δύναμη, μία θεότητα. τσι, φώναξε Πατέρας πό τούς ορανούς: «ατός εναι υός μου γαπητός, στόν ποον εδόκησα, ατόν νά κοτε». Τήν φωνή ατή σάν κουσαν ο μαθητές, πεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γ. Καί λέει πρός ατούς Ατός πού λαβε τήν μαρτυρία το Πατέρα: «Σηκωθετε καί μή φοβσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ξς: «Μή πετε σέ κανένα τό ραμα, ως του υός το νθρώπου ναστηθε πό τούς νεκρούς. Σ Ατόν ρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεμα, τώρα καί πάντα καί στούς τελεύτητους αἰῶνες.
Αμήν.


πηγή: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ