"ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ποιμένας ψυχών - παιδαγωγός"

Σταυροπούλειο Πνευματικό Κέντρο Βραχνεϊκων Βραχνεϊκα 29 Δεκεμβρίου 2010 Ώρα 19:00 Ομιλία με θέμα: « ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΠΟΙΜΕΝΑΣ ΨΥΧΩΝ – ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ » Πανοσιολ. π. Θεοδόσιε, εκπρόσωπε του Σεβ. Μητροπολίτου μας, Αξιώτιμε κ. Δήμαρχε, Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε και αγαπητά μέλη της Χριστιανικής αδελφότητος Βραχνεϊκων, Αγαπητοί μου συμπρεσβύτεροι, Αγαπητοί μου αδελφοί εν Χριστώ, Μετά πολλής χαράς, αγάπης και συγκινήσεως αποδέχτηκα την πρόσκλησή του αξιοτίμου Προέδρου και των Μελών της Χριστιανικής Αδελφότητας Βραχνεϊκων - προκειμένου η αναξιότητά μου να απευθυνθεί σήμερα στην αγάπη σας, στο νουν και την καρδιάς σας, και να σας υπενθυμίσει μερικές πτυχές του ποιμαντικού και κοινωνικού έργου που επετέλεσε ο Μέγας Πατήρ της Εκκλησίας του Χριστού, Άγιος Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας. ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς και με δυνατό χριστιανικό φρόνημα. Πατέρας του ήταν ο Βασίλειος, καθηγητής ρητορικής στην Νεοκαισάρεια και μητέρα του η Εμμέλεια - θυγατέρα Μάρτυρος -, γόνος οικογένειας ρωμαίων αξιωματούχων, άνθρωποι με μεγάλη ευλάβεια και πίστη στο Θεό, που αποδεικνύετε με έργα φιλανθρωπίας. Από τον γάμο των γονέων του ο Βασίλειος είχε ακόμα οκτώ αδέλφια, μεταξύ αυτών ο μετέπειτα Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Όσιος Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός που εκοιμήθη σε ηλικά μόλις 27 ετών, η Οσία Μακρίνα όπου ήταν η πρωτότοκος κόρη της οικογενείας και η οποία επιδόθηκε στην ασκητική ζωή μετά τον θάνατο του μνηστήρα της, ο Άγιος Πέτρος ο Επίσκοπος Σεβαστείας, και τέλος η Θεοσέβεια - ονόματα όχι άγνωστα για εμάς, αφού από χρόνια τιμούμε και εορτάζουμε, ως ενορία, την μνήμη της Άγίας Πατρομητραδελφότητος του Μεγάλου Βασιλείου κάθε έτος την Κυριακή μετά τα Φώτα. Την πρώτη του χριστιανική διαπαιδαγώγηση έλαβε ο Βασίλειος από την μητέρα και τη γιαγιά του. Τα πρώτα του γράμματα εδιδάχθη από τον πατέρα του. Ο ίδιος συνέχισε τις σπουδές του στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρακολύθησε μαθήματα επιφανών σοφιστών και φιλοσόφων και τέλος «εις τας χρυσάς Αθήνας» που ήταν το κέντρο της ρητορικής και στην οποία άκμαζαν οι σοφιστές Ιμέριος, Προαιρέσιος και άλλοι πολλοί. Σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Συγχρόνως με την θύραθεν παιδεία, σπούδασε από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια, την ασκητική ζωή, μέσα από την οποία λέγεται ότι «παρέσυρε» στην χριστιανική πίστη τον σοφό δάσκαλο της εποχής Εύβουλο. Είχε συμφοιτητές στο πανεπιστήμιο πρόσωπα που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο τόσο στην μετέπειτα ζωή του, όσο και στην ιστορία, όπως τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο αλλά και τον πρίγκιπα Ιουλιανό τον παραβάτη, μετέπειτα αυτοκράτορα, του οποίου ο υπέρμετρος θαυμασμός προς την εθνική σοφία τον παρέσυρε στον πόλεμο κατά της Ορθοδοξίας, γι αυτό και δικαίως χαρακτηρίστηκε διώκτης των Χριστιανών. Μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Γρηγορίου αναπτύχθηκε μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν ιεραποστολική δράση, διοργάνωναν χριστιανικές συγκεντρώσεις μέσα από τις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα και για την οποία φιλία ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραψε στον επιτάφιό Του Μεγάλου Βασιλείου : « Τα πάντα ήμεν αλλήλοις, ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, συμφυείς……ίσαι μεν ελπίδες ήγον ημάς, πράγματος επιφθωνοτάτου του λόγου, φθόνος δε απήν, ζήλος δε εσπουδάζετο, αγών δι΄ αμφοτέροις, ουχ όστις αυτός το πρωτείον έχοι, άλλ΄ όπως τω ετέρω τούτου παραχωρήσειεν. Μία μεν αμφοτέρους εδόκει ψυχή, δύο σώματα φέρουσα, εν δι΄ αμφοτέροις έργον: η αρετή και το ζήν προς τας μελλούσας ελπίδας, προς ο βλέποντες και βίον και πράξιν άπασαν απηυθύνομεν», δηλαδή με δύο λόγια: « δεν ξέραμε παρά μονάχα δύο δρόμους: εκείνον που μας οδηγούσε στη σχολή κι εκείνον που μας έφερνε στην Εκκλησία… ήμασταν μια ψυχή σε δύο σώματα. Και στην πρόοδό μας δεν ζηλεύαμε ο ένας τον άλλο. Ο ένας έδινε πάντα την πρώτη θέση στον άλλο. Και είχαμε για κοινό σκοπό την αρετή»! Επιστρέφει στην Καισάρεια το καλοκαίρι του 356 μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής, όμως η τέχνη και επιστήμη αυτή δεν τον ανάπαυε ψυχικά. «Καταλάβαινε, πως όλη εκείνη η εξέλιξη που του χαμογελούσε, δεν ήταν παρά λάσπη και καπνός. Θα έμενε λοιπόν ένας πραγματευτής λέξεων, ένας ταχυδακτυλουργός φράσεων; Αυτή η ωραία ψυχή, αυτή η αστραφτερή καρδιά, θα υποδουλωνότανε σε χωμάτινες επιδιώξεις;» (Β. Πέντζας, «Κιβωτός», τ.Α΄ σελ. 10). Το 358 επηρεασμένος από τον θάνατο του αδελφού του και μοναχού Ναυκρατίου, αλλά και από την παρότρυνση της αδελφής του Μακρίνας, βαπτίζεται χριστιανός από τον Επίσκοπο Καισαρείας Διάνιον και αποφασίζει να αφιερώσει το «είναι του» στην ασκητική πολιτεία. Πρώτο του βήμα ήταν η απόσυρσή του από τον κόσμο και συγκεκριμένα σε ένα κτήμα της οικογενείας του που διατηρούσαν στον Πόντο. Εκεί έζησε ησυχαστικά, με άσκηση και προσευχή. «Εν ησυχία τον νoυν έχειν πειράσθαι προσήκει. Ως γαρ οφθαλμόν περιαγόμενον συνεχώς και νυν μεν επί τα πλάγια περιφερόμενον ουχ' oιόv τε, αλλά χρή προσερεισθήναι την όψιν τω ορατώ, εί μέλλει εναργή ποιείσθαι την θέαν, ούτω και νουν ανθρώπου υπό μυρίων των κατά τον κόσμον φροντίδων περιελκόμενον αμήχανον εναργώς ατενίσαι τη αληθεία» (ΕΠΕ 1, 60-62). Δηλαδή: «Πρέπει να προσπαθούμε να κρατάμε τον νου σε κατάσταση ησυχίας. Γιατί αυτός είναι σαν οφθαμός, ο οποίος;με την συνεχή μετακίνησή του, άλλοτε μεν περισφερόμενος προς τα πλάγια, άλλοτε δε στρεφόμενος με συχνότητα άνω και κάτω, δεν μπορεί να δει καθαρά, ό,τι βρίσκεται εμπρός του, αλλά το βλέμμα πρέπει να στηριχθεί σταθερά στο βλεπόμενο αντικείμενο, εάν πρόκειται να καταστήσει καθαρά την θέα αυτού. Ούτως ο νους του ανθρώπου, όταν περισπάται από χιλιάδες κοσμικές φροντίδες, είναι ανίκανος να ατενίσει την αλήθεια». Και παρακάτω ο ίδιος Πατήρ λέγει: « Τούτον δε φυγήν μία, ο χωρισμός από του κόσμου παντός. Κόσμου δε αναχώρησις ου το έξω γενέσθαι σωματικώς, αλλά της προς το σώμα συμπαθείας την ψυχήν απορρήξαι και γενέσθαι άπολιν, άοικον, ανίδιον, αφιλέταιρον, ακτήμονα, άβιον, απράγμονα, ασυνάλλοακτον, αμαθή των ανθρωπίνων διδαγμάτων, έτοιμον υποδέξασθαι τη καρδία τας εκ της θείας διδασκαλίας εγγινομένας τυπώσεις. Ετοιμασία δε καρδίας η απομάθησις των εκ πονηράς συνηθείας προκατασχόντων αυτήν διδαγμάτων. Ούτε γαρ εν κηρώ γράψαι δυνατόν μη προκαταλεάντα τους εναποκειμένους χαρακτήρας, ούτε ψυχή δόγματα θεία παραθέσθαι μη τας εκ του έθους προλήψεις αυτής εξελόντα. Προς δητούτο μέγιστον όφελος ημίν η ερημία παρέχεται, κατευνάζουσα ημών τα πάθη και σχολήν διδούσα τω λόγω παντελώς αυτά της ψυχής εκτέμειν» (ΕΠΕ 1, 60-62) Δηλαδή: « Μία διαφυγή υπάρχει, ο χωρισμός από ολόκληρο τον κόσμο. Αναχώρηση από τον κόσμο δεν σημαίνει απλώς σωματική μετακίνηση από αυτόν, αλλά απόσπαση της ψυχής από την συμπάθεια προς το σώμα, τόσο ώστε να γίνει κανείς χωρίς πόλη, χωρίς σπίτι, χωρίς φίλους, χωρίς προσωπική περιουσία, χωρίς κοινωνικές συναναστροφές, αμαθής κατά τα ανθρώπινα δόγματα, έτοιμος να δεχθεί στην καρδιά εντυπώσεις που γεννώνται από την θεία διδασκαλία. Ετοιμασία της καρδιάς είναι η απομάθηση από τις πονηρές συνήθειες. Γιατί δεν είναι δυνατόν να γράψεις σε κηρόπλακα, εάν δεν ισοπεδώσεις πρώτα τα γράμματα που είναι από πριν γραμμένα σε αυτήν, ούτε την ψυχή είναι δυνατόν να εφοδιάσεις με θεία δόγματα, εάν δεν βγάλεις τις προκαταληψεις. Λοιπόν προς τον σκοπό αυτό η ερημία μας παρέχει μέγιστον όφελος, κατευνάζει τα πάθη μας και δίδει στη λογική μας την άνεση να ξεριζώσει τελείως από την ψυχή» Επόμενο βήμα του Αγίου ήταν να μοιράσει μέρος της περιουσίας του στην Εκκλησία και τους πτωχούς. Το ίδιο έτος, δηλαδή του 358 μ.Χ. ο μοναχός πλέον Βασίλειος ξεκινά ένα οδοιπορικό στα γνωστά κέντρα του ασκητισμού της Ανατολής, Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Συρίας και Μεσοποταμίας, με την επιθυμία να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς με σκοπό να γνωρίσει τον τρόπο της ζωής τους. Επιστρέφοντας πλέον από τις γνωστά για την εποχή ασκητικά κέντρα, ο μοναχός Βασίλειος, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας πλέον να ζήσει ως μοναχός. Κοντά στη μυστική φωνή και παρουσία του Θεού, ωρίμασε ο θείος έρωτάς του για το Θεό. Η Εκκλησία τον προσκαλεί και το 362 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Προσκαλείται από την Εκκλησία για να προσφέρει τον εαυτό του στον αγώνα και τη διακονία της. Αγώνας σκληρός, επίπονος, αφού είχε να παλέψει με όλους αυτούς που πολεμούσαν επίπονα και διαβολικά την Εκκλησία. Με τον θάνατο του Επισκόπου Ευσεβίου το 370, εξελέγη Επίσκοπος Καισαρείας, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των Αρειανών. Ο Μέγας Βασίλειος έγινε « σύμβουλος αγαθός, προστάτης δεξιός, των θείων εξηγητής, των πρακτέων καθηγητής, γήρως βακτηρία, πίστεως έρεισμα». Τεράστιο ποιμαντικό έργο, που όμοιό του μέχρι τις μέρες μας δεν υπάρχει…..!!! Μνημονεύουμε πολλές φορές τη «Βασιλειάδα», το ταμείο της ευσέβειας και της αγάπης, δεν έχουμε όμως καταφέρει να την κάνουμε πράξη. Αγκάλιασε τα παιδιά, τους νέους, του γέρους, τους άνδρες και τις γυναίκες, τους ασθενείς και φρόντιζε νυχθημερόν για την διατροφή τους και τα προβλήματά τους. Οικοδόμησε συγκρότημα πτωχοκομείου και νοσοκομείου. Οικοδόμησε όμως και πνευματικά τις ψυχές των ανθρώπων αφήνοντας πληθώρα σπουδαιοτάτων συγγραμμάτων, από τα οποία, ευτυχώς, τα περισσότερα έχουν διασωθεί. Έργα ασκητικά, δογματικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, ομιλίες, κηρύγματα και επιστολές καταδεικνύουν ότι ο μέγας Βασίλειος ήταν στην πραγματικότητα οργανωτής της κοινωνικής και δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, στηρίζοντας την ηθική δεοντολογία του κυρίως στην Αγία Γραφή, το υπέρτατο δογματικό κριτήριο, που αποτελούσε μυστήριο θείας οικονομίας και ανθρώπινης σωτηρίας. Το σημαντικότερο πνευματικό έργο το οποίο μας άφησε είναι η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που τελείται και σήμερα σε καθορισμένες ημέρες του χρόνου, δέκα τον αριθμό. Όταν πλησίαζε η ώρα του προσωρινού αποχωρισμού της ψυχής από του σώματος, προσήλθαν στην κλίνη του όλοι σχεδόν οι Χριστιανοί της Πόλεως. Εκείνος τους δίδασκε και τους ευλογούσε και προσευχόμενος προς τον Κύριον είπε: « Εις χείρας σου Κύριε παραθήσομαι το πνεύμα μου» , και κοιμήθηκε. Εξεδήμησε προς τον Κύριον το έτος 379 μ.Χ. λίγο μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλεντα, σε ηλικία μόλις 49 ετών. ΠΟΙΜΕΝΑΣ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ Από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια ο Βασίλειος, άρχισε να ασκεί μια επιρροή στους συμφοιτητές του, οι οποίοι ήταν δοσμένοι στην διαφθορά και την ακολασία. Αν και μαθητής, δε διέφερε από τους δασκάλους του, ρήτορες και φιλοσόφους. « Ήταν ρήτορας μεταξύ ρητόρων, ακόμα μεταξύ εκείνων που κατείχαν έδρες ρητορικής» γράφει ο Άγιος Γρηγόριος για τον Βασίλειο στον επιτάφιο λόγο του. Και προσθέτει: « ήταν φιλόσοφος μεταξύ φιλοσόφων, ακόμα μεταξύ εκείνων που πρέσβευαν συγκεκριμένα φιλοσοφικά δόγματα». Τα κριτήρια επιλογής των μαθημάτων για τον Μέγα Βασίλειο ήταν η « ωφέλεια της ψυχής», και χαρακτηριστικά έλεγε: « και τους ποιητές και τους πεζούς συγγραφείς και τους ρήτορες και όλους τους ανθρώπους να συναναστρεφόμαστε, απ΄ όπου θα μπορούσε να προέλθει κάποια ωφέλεια για την φροντίδα της ψυχής» (ομιλία προς τους νέους) Ο Μέγας Βασίλειος ήταν σωστός μελετητής και άριστος γνώστης της θύραθεν σοφίας, καλλιέργησε τα φυσικά χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός και εν συνεχεία , δια της ασκητικής και ησυχαστικής ζωής, έγινε εραστής της Άνωθεν Σοφίας, κατά τον Παροιμιαστή, και έφθασε από την κάθασρη των παθών στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την θεοπτίαν. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να θεραπεύει και να παιδαγωγεί αποτελεσματικά τα λογικά πρόβατα της ποίμνης του. Εφαρμόζοντας στην πράξη το λόγο του Αγίου Γρηγορίου: «καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι, φωτισθήναι πρωτον και είτα φωτίσαι». Και όπως λέγει ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόβ: « Απόκτησε εσωτερική ειρήνη και ένα πλήθος ανθρώπων θα βρουν τη σωτηρία τους κοντά σου». Ο Μέγας Βασίλειος δεν είναι απλώς ο σοβαρός επιστήμονας, ο γνώστης πολλών επιστημών της εποχής του, αλλά ο θεούμενος με όλη τη σημασία της λέξεως. Είχε αποκτήσει την γνώση του Θεού, που δεν νοείται ως κάτι αφηρημένο, αλλά προσωπική επι – κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Είχε αποκτήσει βαθιές εμπειρίες της μυστικής θεολογίας. Αυτό φαίνεται καθαρά στην ευχή της Αγίας Αναφοράς στην Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου: «…Και τις ικανός λαλήσαι τας δυναστείας σου; Ακουστάς ποιήσαι πάσας τας αινέσεις σου ή διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσιά σου εν παντί καιρώ; Δέσποτα των απάντων Κύριε ουρανού και γης και πάσης κτίσεως, ορωμένης τε και ουχ ορωμένης, ο καθήμενος επί θρόνου δόξης και επιβλέπων αβύσσους, άναρχε, αόρατε, ακατάληπτε, απερίγραπτε, αναλλοίωτε, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος της ελπίδος ημών, ος εστίν εικών της σης αγαθότητος, σφραγίς ισότυπος, εν εαυτώ δεικνύς Σε τον Πατέρα, Λόγος ζών, Θεός Αληθινός, η προ αιώνων Σοφία, Ζωή, Αγιασμός , Δύναμις, το Φως το Αληθινόν, παρ΄ ου το Πνεύμα το Άγιον εξεφάνη, το της Αληθείας Πνεύμα, το της υιοθεσίας χάρισμα, ο αρραβών της μελλούσης κληρονομίας, η απαρχή των αιωνίων αγαθών, παρ΄ ου πάσα κτίσις λογική τε και νοερά δυναμουμένη σοί λατρεύει, και σοι την αϊδιον αναπέμπει δοξολογία…». «Έπασχε τα θεία» ο μέγας αυτός Πατήρ της Εκκλησίας μας, είχε την εμπειρία της θεώσεως με αποτέλεσμα να πηγάζει από τους λόγους του για το Θεό μια αυθεντικότητα, μία βεβαιότητα και μία πίστη, τη δυνατότητα του κτιστού ανθρώπου να ενωθεί εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος. «….Και υποδεξάμενοι (μας μιλάει πάει μέσα από τη θεία Λειτουργία) αυτά αξίως, σχώμεν τον Χριστόν κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών, και γενόμεθα ναός του Αγίου σου Πνεύματος». Δεν μπορεί κανείς να είναι θεολόγος χωρίς να είναι πνευματικός πατέρας, ούτε πνευματικός πατέρας χωρίς να είναι θεολόγος, ούτε θεολόγος αν δεν έχει αδιάλειπτη προσευχή και θεωρία Θεού. Μιλάει για διάφορα θέματα, αλλά ο νους του, είναι διαρκώς στο Θεό. Η αντιμετώπιση των πονεμένων και ταλαιπωρημένων ανθρώπων δεν πηγάζει από τις διαθέσεις του Αγίου Πατρός, αλλά από το πώς η Αγία Εκκλησία μας αντιμετωπίζει το πρόβλημα αυτό, αφού ο Μέγας Βασίλειος δε δρα ως μονάδα, αλλά ως πρόσωπο που ζει σε κοινωνία με το Θεό. Μετέχοντας στη ζωή της Αγίας Τριάδος δεν εκφράζει το δικό του θέλημα, αλλά το θέλημα του Τριαδικού Θεού και επομένως εκφράζει τη συνείδηση της Εκκλησίας. Αγάπη και φιλανθρωπία, σεβασμός της ανθρώπινης προσωπικότητας, διάκριση είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας του Μεγάλου Βασιλείου, τα οποία δεν δίδαξε ως «τυπικός παιδαγωγός», αλλά ως πατέρας, ως παιδαγωγός που μοναδικό μέλημά του είναι η ορθή ποιμαντική των ψυχών. Παιδαγωγεί τον άνθρωπο με τα βιώματα της αθόρυβης, εθελούσια αδύναμης - για την αντίληψη του κόσμου – παιδαγωγικής του Θεού. Της παιδαγωγικής εκείνης που υπακούει στο φαινομενικά παράλογο που υπάρχει στη λογική του Σταυρού, τη λογική της «κενώσεως». Ο παιδαγωγός που εμπνέεται και ασκεί την « Κενωτική Λογική» σιωπά! Διαπαιδαγωγούσε μέσα από τη έλλογη σιωπή. Η σιωπή, όχι βέβαια ως απουσία λόγου, αλλά με την έννοια της απουσίας των θορύβων και της φλυαρίας. Μετά τον θάνατο του Επισκόπου Ευσεβίου αναλαμβάνει να ποιμάνει την Επισκοπή της Καισαρείας, όπου αντιμετώπισε πολλά ποιμαντικά προβλήματα. Εκαλείτο από άλλους Επισκόπους να δώσει λύσεις και σε δικά τους ποιμαντικά θέματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γράψει Κανόνες, χωρίς βέβαια να είναι αυτοσκοπός τής διακονίας του η συγγραφή Κανόνων. Αλλά, μέσα από τις παραγωγή κανονικών διατάξεων, διατύπωνε τη γνώμη του, με φόβο Θεού, πάνω σε σύγχρονα ποιμαντικά θέμτα και απαντούσε σε συγκεκριμένα προβλήματα. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί στην Εκκλησία και να προβληθεί ως Μέγας Ιεράρχης, αλλά να βοηθήσει στην επίλυση θεμάτων με σκοπό την ευταξία της Εκκλησίας. Ο Γέροντας Γεώργιος, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου του Αγίου Όρους αναφέρει: « πρόκειται όχι περί μηχανικής τινος και νομοτεχνικής διαδικασίας εκκλησιαστικών νόμων, αλλά περί μιάς όλως φυσικής και αβιάστου λειτουργίας του σώματος της Εκκλησίας» (Η ποιματική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνες, Άθως, σελ. 61). Η ταπείνωση του Βασιλείου, ο σκοπός του να μη νομοθετεί αφ εαυτού του, η επιμονή του στους προγενέστερους πατέρες της Εκκλησίας, φαίνεται από στο προοίμιο – εισαγωγή - μιας επιστολής του προς τον Επίσκοπο Αμφιλόχιο (το αναφέρω ως ένα δείγμα – ένα απλό παράδειγμα): « Ανοήτω, φησίν, επερωτήσαντι σοφίαν, σοφία λογισθήσεται. Σοφού δε (ως έοικεν) επερώτημα και τον ανόητον σοφίζει, όπερ του Θεού χάριτι συμβαίνει ημίν, οσάκις αν σου δεξώμεθα της φιλοπόνου ψυχής τα γράμματα. Επιστατικώτεροι γαρ εαυτών και οίον εμφρονέστεροι γινόμεθα απ΄αυτής της ερωτήσεως, πολλά ων ουκ επιστάμεθα, διδασκόμενοι, και γίνεται ημών διδάσκαλος η περί το αποκρίνασθαι μέριμνα. Αμέλει και νυν, ουδέποτε λαβόντες εν φροντίδι τα επερωτήματά σου, ηναγκάσθημεν και επισκέψασθαι ακριβώς και ει τι ηκούσαμεν παρά των πρεσβυτέρων αναμνησθήναι και τα συγγενή ων εδιδάχθημεν παρ΄ εαυτώ επιλογίσασθαι». Και ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύοντας αυτή την εισαγωγή της επιστολής προς Αμφιλόχιο γράφει: « Από πολλήν ταπείνωσιν είναι γεμάτον το προοίμιον της παρούσης επιστολής. Αρχινώντας γαρ ο Μέγας Βασίλειος από το ρητόν του Παροιμιαστού, όπου λέγει, ότι θέλει νομισθή σοφός ο ανόητος, εάν ερωτήση σοφά πράγματα, αντιστρόφως επιστρέφει, ότι και του σοφού η ερώτησις σοφίζει και τον ανόητον, δια του οποίου σοφόν μεν εννοεί τον Άγιον Αμφιλόχιον όπου τον ηρώτησεν, ανόητον δε και σοφιζόμενον τον εαυτόν του. Λέγει δε ακολούθως και τον τρόπον, με τον οποίον σοφίζεται. Προτού γαρ να ερωτηθη, φυσί, μη φροντίζων περί των ερωτημάτων, μετά την ερώτησιν, προσεκτικώτερος έγινεν, ενθυμηθείς μεν όσα παρά των αρχαιοτέρων ήκουσε, στοχασθείς δε και από του λόγου του όσα ήσαν εις τα πολλά εκείνα σύμφωνα και ακόλουθα». Τα παραδείγματα της ταπεινώσεως που απορρέουν μέσα από τη γραφίδα του αλλά και από την προφορική του διδασκαλία είναι άπειρα. Ο Άγιος Πατήρ απαντούσε προσωπικά, φιλάδελφα, με άκρα ταπείνωση, χωρίς να έχει την απαίτηση να νομοθετήσει για όλη την Εκκλησία και το σημαντικότερο, ζώντας μέσα στο ρου της Παραδόσεως, σεβόμενος τις αποφάσεις των προγενεστέρων Πατέρων και προπάντων το συνοδικό σύστημα της Εκκλησίας. Η Θεία Χάρις όμως επέτρεψε αργότερα οι απαντήσεις αυτές να αποτελέσουν για την Εκκλησία τις γενικές αρχές της ορθοδόξου ποιμαντικής διακονίας. Με τις ενέργειές του αυτές δεν αποσκοπούσε στην εκνομίκευση της πνευματικής ζωής, αλλά να υποδείξει τους τρόπους που οδηγούν στην θέωση του ανθρώπου. Σκοπός του ήταν να βοηθήσει τον άνθρωπο να θεραπευτεί, να φωτισθεί και να θεωθεί. Και την θέωση αυτή δεν μπορούσε να την πετύχει μέσα από τάσεις φιλοσοφικές, φιλολογικές και ηθικολογικές, αλλά μέσα από την άσκηση, που οδηγεί πραγματικά τον άνθρωπο στην θέωση , στη βίωση, δηλαδή εν αγίω Πνεύματι της ζωής του Χριστού, διά της τηρήσεως των εντολών Του. Και για να πετύχει ένας σωστός παιδαγωγός το σκοπό αυτό, πρέπει πρώτα να έχει αισθανθεί την αγάπη που ευεργετεί, να έχει ψυχολογικά ωριμάσει, να έχει ελευθερωθεί από το εγωτικό του πλέγμα, να έχει εσωτερικά καθαρθεί και πνευματικά πληρωθεί. Ο Μέγας Βασίλειος ασκήθηκε και κατάφερε: • να αγαπά και όχι το να μισεί αγαπών • να είναι ευτυχισμένος όταν έδινε, και όχι στο να λαμβάνειν. • να μην υποσταλεί ποτέ μέσα του η αναζήτηση της γνήσιας σχέσης και αγάπης καθώς και η πεποίθηση στο ύψος και στη δύναμη της αγάπης για τη λύση των ατομικών, κοινωνικών, πολιτικών προβλημάτων του κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος σήκωνε έναν μεγάλο σταυρό, την αγάπη για τον άνθρωπο. Ο Σταυρός αυτός εκφράζει την ακατάπαυστη επικοινωνία Θεού και ανθρώπων. Μέσα από την αγάπη, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί συναισθηματικό γεγονός, αλλά είναι η αποκατάσταση στη φυσική ζωή και η απόκτηση της ελευθερίας. Λυπάται βλέποντας τον άνθρωπο να ψάχνει στο σκοτάδι, να πλανάται από τα κοσμικά φώτα, να νεκρώνεται πνευματικά και να μένει μακριά από το Θεό. Για τον Ιεράρχη αυτά αποτελούν την αμαρτία, την αστοχία του ανθρώπου, που δεν έγκειται μόνο στην άρνηση του νόμου, αλλά προχωρά ακόμα παραπέρα, μιλώντας για απώλεια της Θείας Χάριτος. Και αυτό είναι το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή του ανθρώπου. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά την πρώτη αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ. Το «κατάκριμα του πρώτου Αδάμ συνίστατο στη «ζόφωσι» της θείας εικόνας μέσα στον άνθρωπο, στην «γύμνωση» του ανθρώπου, που συμβολίζει τη γύμνωση του ανθρώπου από την «άφθονον χάριν του Πνεύματος» και στην « ένδυσιν των δερματίνων χιτώνων» , δηλαδή της φθοράς, της θνητότητος, της ομοιότητος με τα «ανόητα κτήνη». Η Αδαμική αυτή αμαρτία ήταν η επανάσταση εναντίον της αγάπης του Θεού, οπότε και ο άνθρωπος απεστερήθη της θείας Χάριτος με συνταρακτικές συνέπειες. Ο Μέγας Βασίλειος στρέφει τις ψυχές στην μετάνοια. Επιδιώκει τη λύτρωση του ανθρώπου από τη φρικτή αυτή κατάσταση της αμαρτίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο μακαριστός Θεολόγος Παναγιώτης Νέλλας, στο πόνημά του « Ζώον θεούμενον» : « Κυτταγμένη από την ανθρωπολογική σκοπιά η σωτηρία ονομάζεται μεταποίηση, μετάνοια. Αλλά η μεταποίηση του ανθρώπου είναι δυνατή χάρη στην ένωση, τη συγ- χώρηση με το Θεό, που πραγματοποιείται μέσα στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Επηρεασμένοι από τη νομική αντίληψη της σωτηρίας, θεωρούμε τη συγχώρηση ως απλή άφεση αμαρτιών, ενώ είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Και η άφεση των αμαρτιών, πραγματοποιείται επειδή μέσα στη συγ- χώρηση με το Θεό ο ωκεανός της θείας αγαθότητας εξαφανίζει τις ανθρώπινες αμαρτίες. Στην πλήρη της πραγματικότητα η συγχώρηση είναι «κοινωνία Χριστού» και «κοινωνία βασιλείας Χριστού» Η κλήση και η καθοδήγηση του ανθρώπου στην μετάνοια είναι το σημαντικότερο έργο αγάπης και Διακονίας της Εκκλησίας του Χριστού, και η άφεση των αμαρτιών των πασχόντων μελών του σώματος του Χριστού, «ήτις εστίν Εκκλησία» κατά τον Παύλον, είναι ή μόνη εξουσία που της έχει δοθεί: «Ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου επί της γής αφιέναι αμαρτίαις. Είπε τω παραλελευμένω, έγειρε…» (Λκ 5,24) Μέσα από τους διαφόρους Κανόνες, ο Ιεράρχης προσπαθεί με επίπονες προσπάθειες να επαναφέρει τους μετανοούντες στην Εκκλησία, με σκοπό να τους θεραπεύσει ώστε να είναι πάλι ενεργά μέλη. Δεν περιορίζεται απλώς σε μια κοινωνική εργασία, σε μια φιλανθρωπική δράση, αλλά στη θεραπεία των νοσούντων μελών και την ένωσή τους με το Χριστό, που γίνεται εν Αγίω Πνεύματι. Η ενέργειά του αυτή, αποτελεί την μεγαλύτερη φιλανθρωπία. Ολόκληρος, ψυχή τε και σώματι θυσιάστηκε για την Αλήθεια. Δεν δίστασε να θυσιάσει τη «κοσμική του» σταδιοδρομία, χάρη της πολεμουμένης και συκοφαντημένης Εκκλησίας. Θυσίασε την κοσμική ζωή και ντύθηκε το αγγελικό σχήμα. Γύρισε την πλάτη του στα θέλγητρα του «παρόντος αιώνος του απατεώνος» και αφιερώθηκε στο Θεό. Γράφει ο βιογράφος του: « Ελεύθερος τώρα ο Βασίλειος από κάθε υλικό δεσμό (μετά την διανομήν της περιουσίας του εις τους φτωχούς) φτερουγίζει σαν την μέλισσα στα άνθη, στους ασκητές της ερήμου. Ζήτησε να πάρει για την παραπέρα ζωή του όλο το πνευματικό νέκταρ από τους οσίους αναχωρητάς…..Μαθήτευσε κοντά στον ήρωα της ερήμου, τον περίφημο ασκητή, το οποίον έτρεμαν οι δαίμονες. Στον Μέγα Αντώνιο, που και μόνο η παρουσία του στην Αλεξάνδρεια ενέπνεε θάρρος και δύναμη στους ορθοδόξους χριστιανούς, στον αγώνα τους κατά των Αρειανών. Μαθήτευσε κοντά στον ιδρυτή του Κοινοβιακού Μοναχισμού, στον Παχώμιο. Και σε άλλους ονομαστούς πατέρες της Αιγυπτιακής ερήμου. ….Στην ποντιακή έρημο, εντρυφά στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας και μελετά τα δόγματα της Εκκλησίας…..» «Βασιλειάδα» Επιθυμία του ήταν να διακονήσει συστηματικά τους ανθρώπους που υπέφεραν από σωματικές αρρώστιες είτε από στερήσεις ή άλλες ανάγκες. Αφορμή όμως για να εκδιπλώσει την απέραντη αγάπη του στάθηκε ο λιμός – η πείνα - το χειμώνα του 367/ 68, ύστερα από μια ξηρασία που έπληξε τον τόπο. Ο ίδιος στην ομιλία του με τίτλο « εν λιμώ και αυχμώ» δηλαδή «σε καιρό πείνας και ξηρασίας γράφει: « Βλέπουμε αδέλφια μου, τον ουρανό κλειστό, γυμνό και χωρίς σύννεφα, να κάνει μισητή αυτή την αιθρίαν και να μας γεμίζει λύπη με τη διαύγειά του, την οποία πρώτα επιθυμούσαμε πάρα πολύ, όταν είχε επί μακρόν σκεπαστεί από σύννεφα και μας είχε κάνει σκοτεινούς, χωρίς ήλιο. Και η γη αφού ξεράθηκε έγινε αποκρουστική….Σε πολλούς από μας έλειψε το πόσιμο νερό και καταντήσαμε να κινδυνεύουμε να πεθάνουμε….» Θέλοντας να ανακουφίσει τον ανθρώπινο πόνο με τρόπο αξιοπρεπή και μόνιμο, ως πρεσβύτερος, και προπαντός ως επίσκοπος, συστηματοποίησε το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο, τότε που δεν υπήρχε οργανωμένη πρόνοια υπέρ των αδυνάτων. Αγώνας δρόμου, δύσκολος, αφού έπρεπε να επιστρατεύσει όσους είχαν κάποια οικονομική δύναμη προκειμένου η αγάπη για τον πάσχοντα άνθρωπο να λάβει σάρκα και οστά. Παρόλο που δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις από φθόνο ή πολεμική διάθεση, σε σύντομο χρόνο υψώθηκαν, πτωχοκομεία, γηροκομεία, λεπροκομεία, ξενώνες για διερχόμενους ταξιδιώτες, αλλά και κτίρια που στέγαζαν τους εθελοντές αυτής της προσπάθειας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περιέγραψε το μεγαλείο της «Βασιλειάδας» την οποία χαρακτήρισε: « καινήν πόλιν, το της ευσεβείας ταμείον, το κοινόν των εχόντων θησαύρισμα, εις ο τα περιττά του πλούτου, ήδη δε και τα αναγκαία, τας εκείνου παραίνεσιν αποτίθεται, σήτας αποσειόμενα και κλέπτας ουκ ευφραίνονται και φθόνου πάλιν και καιρού φθοράν διαφεύγοντα, εν ω νόσος φιλοσοφείται και συμφορά μακαρίζεται και το συμπαθές δοκιμάζεται. Τι μοι προς τούτο το έργον επτάπυλοι Θήβαι και Αιγυπτίαι και τείχη Βαβυλωνία και Μαυσώλου καρικός τάφος και Πυραμίδες και Κολοσσού χαλκός άμετρος ή ναών μεγάθη και κάλλη των μηκέτι όντων, άλλα τε όσα θαυμάζουσιν άνθρωποι και ιστορίας διδόασιν, ων ουδέν τους εγείραντας πλην δόξης ολίγης ώνησε;» Τη χαρακτήρισε δηλαδή: « νέα πόλη, ταμείο της ευσέβειας, κοινό θησαύρισμα των ευπόρων, στο οποίο με τις προτροπές εκείνου κατατίθονται τα περρισεύματα του πλούτου, τώρα δε και τα αναγκαία, γλιτώνοντας έτσι από τα ποντίκια και στενοχωρώντας τους κλέφτες, ενώ διαφεύγουν και από τη ζηλοφθονία και από την φθορά του χρόνου. Εκεί η αρρώστια αντιμετωπίζεται με φιλοσοφική διάθεση, η συμφορά μακαρίζεται και η συμπάθεια εξασκείται. Ποια σύγκριση προς αυτό το έργο μπορεί να γίνει εκ μέρους των θηβών με τις επτά πύλες, και των τειχών της Βαβυλώνας και του τάφου του Μαυσώλου στην Καρία και των Πυραμίδων και του τεράστιου χάλκινου αγάλματος του Κολοσσού ή των μεγάλων και στολισμένων ναών των ειδολολατρών που δεν υπάρχουν πλέον, και όλων εκείνων που θαυμάζουν και διηγούνται οι άνθρωποι; Όλα αυτά σε τίποτε δεν ωφέλησαν τους ιδρυτές και κατασκευαστές τους, εκτός από μία πρόσκαιρη δόξα» . «ου φοβή την εξουσίαν…» Ο Επίσκοπος πλέον Βασίλειος, ακόμη περισσότερο κάνει την υπέρβαση της ζωής του, την υπέρβαση της ίδιας της Εκκλησίας, σε στιγμές που η Εκκλησία ήταν δέσμια των παθών των ανθρώπων που την διοικούσαν. Στι αρχές ακόμα της επισκοπικής του ποιμαντορίας χρειάσθηκε να συγκρουστεί ανοικτά με την κρατική εξουσία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Ουάλης, αρειανικών φρονημάτων. Ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ του υπάρχου των πραιτοριανών Μοδέστου – που κατ εντολή του αυτοκράτορα είχε στείλει προκειμένου να απειλήσει όσους κληρικούς αντιτάσσονταν, δεν δέχονταν την διδασκαλία του Αρείου, φανατικός της οποίας ήταν ο εν λόγω αυτοκράτορας - και Μεγάλου Βασιλείου, εξελίχθηκε με τρόπο που έμεινε παροιμιώδης τόσο στην Εκκλησιαστική όσο και την θύραθεν ιστορία, εξαιτίας του θάρρους και της γενναιότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε ο εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας. Χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ του Επισκόπου Βασιλείου και του Μοδέστου, όπως τον κατέγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (λόγος 43): • Μόδεστος: Πως σκέφτηκες συ, Βασίλειε – δεν τον ονόμασε επίσκοπο – και τολμάς να αντιστέκεσαι ενάντια στην εξουσία και να φέρεσαι μόνος σε με τόση αυθάδεια; • Βασίλειος: Γιατί μου κάνεις τέτοια ερώτηση; Ποια είναι η απείθεια και η υπεροψία μου; Γιατί ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. • Μόδεστος: Γιατί δεν ακολουθείς την θρησκεία του αυτοκράτορα, ενώ όλοι πια οι άλλοι υποτάχθηκαν και νικήθηκαν; • Βασίλειος: Δεν είναι αρεστά αυτά στο δικό μου Βασιλιά. Ούτε ανέχομαι να προσκυνώ τον Χριστό σαν κάποιο κτίσμα, όπως τον θεωρείτε σεις οι αιρετικοί, αφού κι εγώ είμαι κτίσμα του Θεού. • Μόδεστος: Και μας πως μας θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε ημείς, που διατάζουμε αυτά; Πως λοιπόν; Δεν θεωρείς μεγάλο και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και μας έχεις φίλους και συντρόφους; • Βασίλειος: Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι ότι σεις είσθε ύπαρχοι και επιφανείς, αλλά καθόλου ανώτεροι από το Θεό. Και θεωρώ σπουδαία τη φιλία σας, αλλά και ισάξια με την φιλία των άλλων ανθρώπων που πιστεύουν. Γιατί δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σε αυτόν, αλλά πό την πίστη. Εδώ, στο σημείο αυτό ο ύπαρχος ταράχθηκε – όπως ταράζεται μέχρι και τις μέρες που διανύουμε, κάθε άρχοντας όταν ακούει λόγους αληθινούς από έναν Ιεράρχη - και του λέει: • Μόδεστος: Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία; • Βασίλειος: Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω; • Μόδεστος: Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που έχω στην εξουσία μου. • Βασίλειος: Ποια είναι αυτά; Πες μου τα, για να τα ξέρω. • Μόδεστος: Δήμευση, εξορία, βασανιστήρια, θάνατος. • Βασίλειος: Απείλησε τίποτε άλλο, αν υπάρχει. Γιατί κανένα από αυτά που ανέφερες, δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει. • Μόδεστος: Πως είναι δυνατόν και με ποιο τρόπο θα το καταφέρεις; • Βασίλειος: Γιατί δήμευση περιουσίας δεν μπορεί να πάθει εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα αυτά φτωχά ρούχα και τα λίγα βιβλία, από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν ξέρω αφού δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος και ούτε αυτή την πόλη, που κατοικώ τώρα, την θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω για πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Και μάλλον κάθε τόπο του Θεού, όπου εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βασανιστήρια πάλι τι μπορούν να κάνουν σε άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή με την οποία θα πέσει το σώμα αυτό. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Και ο θάνατος θα είναι για μένα ευεργεσία, γιατί θα με στείλει γρηγορότερα στο Θεό, για τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και χάρη του οποίου νεκρώθηκα και προς τον οποίο από καιρό τώρα σπεύδω. • Μόδεστος: Κανείς μέχρι σήμερα δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόση μεγάλη παρρησία σε μένα τον Ύπαρχο. • Βασίλειος: Ίσως δεν θα συνάντησες ποτέ Επίσκοπο. Γιατί αν συναντούσες πραγματικό Ιεράρχη, που να αγωνίζεται για την ορθή πίστη, με αυτό τον τρόπο θα σου απαντούσε. Εμείς Ύπαρχε, σε όλα τα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλο άνθρωπο, γιατί τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε μάτια. Αλλά όπου πρόκειται για το Θεό και κινδυνεύει η πίστη, σ΄ Αυτόν μόνο αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες είναι για μας αυτά περισσότερο ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι αυτό βρίζε, φοβέριζε, κάνε ό,τι θέλεις, χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούσει την απάντηση αυτή και ο Βασιλιάς. Δεν θα υποτάξεις, ούτε θα με πείσεις να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν με απειλήσεις με ακόμη περισσότερα» Οι γεμάτες αυταπάρνηση και παρρησία απαντήσεις του Μεγάλου Βασιλείου άφησαν άφωνο τον Μόδεστο. Μάλιστα γέμισε θαυμασμό η τελευταία φράση του Μεγάλου Βασιλείου « Ακουέτω ταύτα και βασιλεύς». Στην εύλογη απορία του ότι δεν είχε ακούσει από επισκοπικά χείλη τέτοια λόγια, ο Μέγας Ιεράρχης παρατήρησε: « Ουδέ επισκόπω ίσως έτυχες», δηλαδή, ίσως να μη συνάντησες αληθινό επίσκοπο, γιατί οι άξιοι επίσκοποι που αγωνίζονται για την ορθή πίστη, έτσι απαντούν και έτσι πολιτεύονται. Και ο Μόδεστος απάντησε στον Αυτοκράτορα: « Νικηθήκαμε, Βασιλιά από τον εδώ προϊστάμενο της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ανώτερος από απειλές και ισχυρότερος από την πειθώ. Πρέπει να προσπαθούμε να εκφοβίσουμε κανένα δειλό. Αυτόν ή πρέπει φανερά με την βία να καταβάλουμε ή να μη περιμένουμε να υποχωρήσει σε απειλές» . Ο αυτοκράτορας Ουάλης, μετά από αυτά, είχε υπογράψει την εξορία του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά την απέσυρε γιατί είχε αρρωστήσει βαριά ο γιός του. Οι καλύτεροι γιατροί του παλατιού δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. Τελευταία του ελπίδα ήταν ο άνθρωπος τον οποίο είχε αρχικά διατάξει την εξορία του. Τον προσκάλεσε στο παλάτι και ο Μέγας αυτός ιεράρχης όχι μόνον αποδέχθηκε την πρόσκληση, αλλά προσευχήθηκε θερμά στο Θεό, τον ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, και Εκείνος θεράπευσε τον γιό του. Ο Μέγας Βασίλειος, ό,τι δίδασκε, πρώτος το έκανε πράξη. Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας τύπος ολοκληρωμένου ανθρώπου, με ύψος θεωρίας και με θαυμαστή κατόρθωση πράξεως. Είναι ο Εκκλησιαστικός ρήτορας, ο πολεμικός θεολόγος, ο μεγάλος παιδαγωγός και διδάσκαλος της ευσεβείας, ο διοργανωτής της εκκλησιαστικής τάξεως και τελετουργίας, ο εκκλησιαστικός ποιμένας και κοινωνικός εργάτης, όπως σημειώνει ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος. Είχε καθαρότητα ψυχής « ψυχής το κάλλος ασφαλώς φρουρητέον, τούτο ζητήσει ο Θεός». Της ψυχής το κάλλος το γεννά η καθαρότητα της ψυχής που είναι η ησυχία « ησυχία εστίν αρχή καθάρσεως της ψυχής, μήτε γλώττης λαλούσης, τα των ανθρώπων…. Νους μεν γαρ σκεδαννύμενος (διασκορπίζεται) επί τα έξω, μήδε υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος…….ΕΠΕ 2, 2……Μεγίστη δε οδός προς την του καθήκοντος εύρεσιν η μελέτη των θεοπνεύστων Γραφών…ΕΠΕ 2,3» Όπως αντιλαμβανόμαστε, εδώ ο άγιος Βασίλειος διδάσκει την νοερά προσευχή στους πιστούς χριστιανούς της εποχής του 4ου αιώνος. Αυτή η καθαρότητα της καρδιάς από την αμαρτία του κόσμου, μας επιτρέπει να κατανοούμε σωστά και τα δόγματα. « Όταν εύρη ο Θεός καθαράν την καρδίαν από πάντων των κοσμικών πραγμάτων και μαθημάτων, τότε ως πτυχίον άγραφον γράφει τα εαυτού δόγματα» . Και ο Βασίλειος δια της καθαρτικής και φωτιστικής ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, έφθασε στη θεοπτία. Ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, μας λέει: « Νυκτός ούσης, γίνεται αυτώ, φωτός έλλαμψις κατά τον οίκον προσευχομένω, άϋλον δε τι φως ην εκείνο, θεία δυνάμει καταφωτίζον το οίκημα, υπ΄ουδενός πράγματος υλικού εξαπτόμενον». (Επιτάφιος εις Μ. Βασίλειον,P.G. 46, σελ. 809). Γνωρίζει ο Μέγας Πατήρ ότι δια της θεοπτικής εμπειρίας –εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως - και διδάσκει: « αι μεν ενέργειαι το θεού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος». Και προχωρά ακόμα περισσότερο ο Μέγας πατήρ λέγοντας ότι: « και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει Θεός κατά την ομοιότητα του ιδιώματος (της αρετής), όχι κατά την ομοιότητα ή ταυτότητα της ουσίας (Β. Τατάκης Η συμβολή της Καππαδοκίας στη χριστιανική σκέψη, σελ.87,σημ.5 ) Στη Δογματική και Ασκητική Θεολογία του Αγίου Βασιλείου στηρίχθηκαν οι μεταγενέστεροι μεγάλοι νηπτικοί πατέρες της Εκκλησίας, Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, Συμεών ο νέος Θεολόγος, Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η μεγάλη ησυχαστική άσκηση και προπαιδεία του Αγίου Βασιλείου δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τη λογικοκρατούμενη και χρησιμοθηρική μάθηση των σημερινών εκπαιδευτικών προτύπων. Κάθε φορά πού ένας άνθρωπος ξεπερνάει το μέσο όρο στη σκέψη, στη φρόνηση, στο θείο φωτισμό, γίνεται λίγο πολύ ακατανόητος. Ο καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος γράφει: « όσο στεκόταν χαμηλά και περπατούσε στον κάμπο τα μάτια του έμεναν αναξιοποίητα και μάλιστα πονούσαν, αρρώσταιναν από το αναγκαστικό στένεμα. Μόλις τάνυζε τα φτερά του στον αέρα και σηκωνόταν ψηλά, έβρισκε τον εαυτό του. Και όσο ψηλότερα τόσο καλύτερα. Από κει ψηλά αγκάλιαζε με το ιερό διαπεραστικό του μάτι την Εκκλησία ολόκληρη, θώπευε άλλοτε με αγαλλίαση και άλλοτε με πόνο την ενότητα των ανθρώπων με το Χριστό. Ο αετός μας δεν αφηνόταν ασυλλόγιστα στα ύψη. Κάθε του πέταγμα προς τα πάνω γινόταν με σύνεση. Φοβόταν μη ζαλιστεί, μη χάσει την ισορροπία του» Ο Βασίλειος γνώριζε ότι κάποιος άλλος του έδωσε αυτή τη δύναμη να πετά στον ουρανό, να στέκεται στα ύψη. Και αυτός ο άλλος ήταν ο Θεός που δεν τον λησμονούσε ποτέ. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν» Τελειώνοντας την παρουσίαση, για την παιδαγωγική μέριμνα του Μεγάλου αυτού Ιεράρχου, όπως αυτή πηγάζει μέσα από τα γεγονότα της κοσμικής, μοναχικής, ιερατικής και επισκοπικής διακονίας του, σας επισημαίνω τρία πράγματα τα οποία θα πρέπει φεύγοντας από αυτήν την αίθουσα να θυμούμαστε: • Θυσία • Ταπείνωση • Αγάπη Μέσω αυτών, κατάφερε ο Βασίλειος να καταστεί, Μέγας Ιεράρχης. Θυσιάστηκε για τον άνθρωπο, ταπεινώθηκε και προπαντός αγάπησε τον άνθρωπο κατά το πρότυπο της ζωής του Κυρίου μας. Αν και εμείς θέλουμε πραγματικά να καταπαύσουμε στη θεία μακαριότητα, ας προσπαθήσουμε όπως και ο Μέγας Βασίλειος, να ζήσουμε κατά Θεόν, αναγεννημένοι εν Χριστώ, νεκρούμενοι για τον κόσμο, ζώντες εν πνεύματι, αντικαθιστώντας την θυσία των άλλων για μας, με την θυσία την δική μας για τους συνανθρώπους μας. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και την υπομονή σας και ζητώ την κατανόησή σας για όσα δεν ήμουν σε θέση να σας παρουσιάσω με πιο σύντομο και ενδεχομένως κατανοητό τρόπο. Σας εύχομαι καλή κι ευλογημένη Πρωτοχρονια.