Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΔΑΜΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Πατρῶν
κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
πηγή:
www.i-m-patron.gr
ΜΕΡΟΣ
Α’
Στίς
25 τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου, ἐτελέσαμε τά θυρανοίξια τοῦ ἐκ βάθρων ἀνακαινισθέντος
Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἐπισκοπείου Πατρῶν, ὁ ὁποῖος
ἀνηγέρθη τό ἔτος 1899 ὑπό τοῦ ἀλήστου μνήμης, Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν καί Ἠλείας
Ἱεροθέου τοῦ Μητροπούλου.
Ὁ
ἴδιος Ἀρχιερεύς, εἶναι καί ὁ κτήτωρ τοῦ Ἐπισκοπείου Πατρῶν (1898), ἱδρυτής
πολλῶν φιλανθρωπικῶν σωματείων, ἀγωνιστής ὑπέρ τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως καί
ὑπερασπιστής τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων τοῦ Γένους μας, ὡς διάδοχος ἡρώων καί
μαρτύρων ὑπέρ τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος.
Ὁ Ἱερόθεος
ἀγάπησε τήν Πάτρα, καί κατά τά δέκα χρόνια πού ἐποίμανε τόν Λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ἀποστολική
μας Μητρόπολη, ἠνάλωσε τόν ἑαυτό του, ὡς λαμπάς καιομένη, φωτίζουσα μέ τάς φεγγοβόλους
ἀληθείας τῆς πίστεώς μας, θερμαίνουσα καί γλυκαίνουσα μέ τήν θαλπωρή τῆς ζεούσης
ἀγάπης πρός τά πνευματικά του παιδιά.
Ὁ Πατραϊκός
Λαός ἐτίμησε τόν λαμπρό του Ποιμενάρχη, τόν ἐνθυμεῖται μέ σεβασμό καί ὑποκλίνεται
στήν μνήμη του, ἐνῷ πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι περνοῦν ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί ἀνάβουν κερί πάνω στόν τάφο του, εὐγνωμονοῦντες γιά
ὅ,τι προσέφερε στήν Ἀποστολική πόλη καί Μητρόπολή μας.
Κεντρική
ὁδός τῆς πόλεως εἶναι ἀφιερωμένη σ’ αὐτόν τόν μεγάλο ἐκκλησιαστικό ἄνδρα, ὁ
ὁποῖος ἀνεσυγκρότησε τήν Μητρόπολή μας καί συνήγειρε τίς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων
εἰς ἀγῶνας πνευματικούς. Εἶχε τήν ἱκανότητα νά συγκεντρώνῃ πέριξ αὐτοῦ
συνεργάτας τούς ἀρίστους, γιά νά προωθῆται τό ὅλο Ἐκκλησιαστικό ἔργο, τό ὁποῖο
ἐκάλυπτε ὅλους τούς τομεῖς (Λειτουργική ζωή, κατήχηση, θεῖο κήρυγμα, κοινωνική
προσφορά, συγγραφικό ἔργο). Γιά τήν ἐποχή του ἦτο πολύ προοδευτικός καί πρωτοπόρος, ἦτο ὁραματιστής.
Βοηθοί
στό ἔργο του καί ἀρωγοί στήν προσπάθειά του, Κυρηναῖοι στόν Γολγοθᾶ του, οἱ
ἀείμνηστοι Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος, Ἠλίας Βλαχόπουλος, Πολύκαρπος
Συνοδινός, Εὐγένιος Οἰκονόμου, Σπυρίδων Γιαννουλέας, Γαβριήλ Παπανικολάου,
Γαβριήλ Φραγκούλιας κλπ.
Στό
Ἐπισκοπεῖο Πατρῶν εὑρέθη ἕνα τετράδιο, χειρόγραφο τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου
Ἱεροθέου, ὅπου σημειώνει μέ τό ἁγιασμένο χέρι του, πολλά στοιχεῖα ἄγνωστα σέ
μᾶς, τόσο γιά τήν προσωπική του ζωή, ὅσο καί γιά κάποια ἀπό τά ἔργα του. Εἶναι
περίληψη ἑνός μέρους τῆς εὐλογημένης ζωῆς του.
Μεταφέρομε
κάποια στοιχεῖα ἀπ’ ὅσα διεσώθησαν στό προαναφερθέν τετράδιο.
Γράφει
ὁ ἀοίδιμος Ἱερόθεος:
«Ἐγεννήθην
εἰς Τρεστενά, χωρίον τοῦ Δήμου Δημητζάνης τῆς Γόρτυνος, τόν Ἰούλιον τοῦ 1839,
ἐκ γονέων εὐσεβῶν Νικολάου καί Αἰκατερίνης. Βαπτισθείς δέ ὀνομάσθην Πέτρος.
Κατά
τό τέταρτο ἔτος τῆς ἡλικίας μου ἤρχισα τά ἱερά γράμματα ἀπό τό «Σταυρέ(+)
βοήθει μοι», α.β.γ. κλπ., μαθητευόμενος παρά τῆς διδασκαλίσσης τοῦ χωρίου
Πελαγίας, καλογραίας οὔσης.
Τό
10-11 ἔτος τῆς ἡλικίας μου, ἐξ ἀναγνώσεως ἱερῶν βιβλίων, διηγέρθη ἐν τῇ καρδίᾳ
μου ὁ πόθος καί ἡ ἐπιθυμία νά γίνω μοναχός. Τήν ἐπιθυμίαν μου ταύτην ἐδήλωσα πρός
τούς γονεῖς μου ζητῶν παρ’αὐτῶν τήν εὐλογίαν καί τήν ἄδειαν πρός τόν σκοπόν
τοῦτον. Ἀλλ΄ ὁ πατήρ μου τό πρῶτον δέν ἤθελε να μοί ἐπιτρέψῃ, καθ’ ὅτι ἤμην τό
τελευταῖον τέκνον του καί μέ ἠγάπα περισσότερον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μου, ὡς υἱόν
τοῦ γήρατός του. Τελευταῖον, ὅμως μετά 2 ἤ 3 ἔτη, βλέπων τήν ἐπιμονήν μου πρός
τόν μοναχικόν βίον, ἔδωκέ μοι τήν ἄδειαν, εἰπών μοι τά ἀξιοσημείωτα ταῦτα:
“Παιδί μου δέν θέλω νά σέ ἐμποδίσω πλέον ἀπό τόν δρόμον τῆς ἐπιλογῆς σου, ἵνα
μή ἁμαρτήσω πρός τόν Κύριον. Πήγαινε μέ τήν εὐχήν μου καί ἄς στερηθῶ ἐγώ τῆς
σωματικῆς προστασίας σου, ἵνα εὕρω ψυχικήν βοήθειαν”.
Λαβών
οὕτω τήν ἄδειαν καί τήν εὐχήν τῶν σεβαστῶν μου γονέων ὡδηγήθην εἰς τήν Μονήν
τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου τήν 12ην τοῦ μηνός Ὀκτωβρίου τοῦ 1853 καί
ὑπετάγην εἰς τόν σεβάσμιον Γέροντα Ἱερόθεον Πετρόπουλον, Προηγούμενον,
μεμακρυσμένον συγγενῆ μου, τοῦ ὁποίου ἔλαβον καί τό ὄνομα, ὅτι τό 1857 ἔλαβον
τήν κουράν τοῦ μοναχοῦ...».
Διαβάζοντας
αὐτό τό συγκλονιστικό κείμενο διαπιστώνουμε τά ἑξῆς.
Ὁ
μακαριστός Ἱεράρχης ἐγεννήθη σέ χρόνους δύσκολους καί μάλιστα σέ μιά περιοχή
ὀρεινή ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονταν γιά τό ζῆν κάτω ἀπό σκληρές συνθῆκες. Ὅμως
ποτέ δέν ἔχασαν τήν πίστη τους στόν ἀληθινό Θεό. Αὐτή ἡ πίστη τούς ἐστήριξε καί
τούς ἐβοήθησε νά μεγαλουργήσουν. Ἀπό αὐτά τά κακοτράχαλα τά βουνά, ἀναδείχθηκαν
μεγάλες προσωπικότητες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρίδος. Αὐτά τά πέτρινα
«πεζούλια» ἀνέδειξαν τόν Ἅγιο Ἐθνοϊερομάρτυρα Γρηγόριο τόν Ε΄, τόν Ἐθνεγέρτη
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, καί τόσους ἄλλους Κληρικούς καί Λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν
τήν ζωή τους καί τό αἷμα τους γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα.
«Ὁ πατέρας του ἦτο ἀπό τά παλληκάρια
τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, τοῦ Πανουργιᾶ καί τοῦ Πλαπούτα. Ἐπικεφαλῆς 30-40
συγχωριανῶν του εἶχε λάβει μέρος στίς κυριώτερες μάχες τοῦ 1821: Καρύταινα, Λάλα,
Τρίκορφα, Τρίπολη, Πάτρα, Δερβενάκια, Ἄργος...» (Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου,
Ἱερόθεος Μητρόπουλος, ὁ φωτισμένος Ἱεράρχης, Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1993, σελ. 7).
Ἐντυπωσιάζει,
ἀπό τίς σημειώσεις τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροθέου, ἡ ἀναφορά του στήν δασκάλα του, ἡ ὁποία
ἦτο μοναχή, «καλογραία», ὡς χαρακτηριστικά σημειώνει. Ἡ ἀναφορά αὐτή εἶναι μιά
ἀπάντηση σέ ὅσους διάκεινται ἀρνητικά στόν ρόλο πού ἔπαιξε ἡ Ἐκκλησία μας σέ
πολύ δύσκολες καί σκληρές περιόδους γιά τό Γένος μας, τότε πού οὔτε Σχολεῖα
συγκροτημένα ὑπῆρχαν, οὔτε Παιδεία ὀργανωμένη, οὔτε καί δάσκαλοι. Ὅμως ἡ ψυχή
τοῦ Λαοῦ ἔμεινε ὄρθια, γιατί τά Ἑλληνόπουλα γαλουχήθηκαν μέ τά νάματα τῆς
πίστεως στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης στήν Πατρίδα. Διατηρήθηκε ἡ γλῶσσα μας, ἡ
Ὀρθόδοξη ταυτότητά μας, ἡ ἰδιοπροσωπία μας. Πόσα χρωστᾶμε στούς Μοναχούς καί
τίς Μοναχές μας πού κρατώντας τό κερί καί τό «χτωήχι» στό χέρι ἀνάστησαν τίς
ἀποσταμένες τοῦ Γένους ἐλπίδες!
Συγκινεῖ
ἐπίσης, τό ὅτι στήν ἡλικία τῶν τεσσάρων ἐτῶν —ναί, τῶν τεσσάρων ἐτῶν!—
μαθαίνοντας τήν «Ἄλφα-βῆτα», ἄρχισε τήν μαθητεία καί στά ἱερά γράμματα μέ τήν
φράση «Σταυρέ(+) βοήθει μοι». Γιά κάποιον πού γνωρίζει ἀπό διδακτική μέθοδο δέν
εἶναι παράδοξο ὅτι ὁ Ἱεράρχης σημειώνει τό Σταυρό μέ τό ἱερό του σχῆμα. Ὑπάρχει
ἡ διδακτική ἀρχή: «Δίδασκε ἐποπτικῶς». Φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ ἁπλῆ καλογραία, μέ
τίς γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, χρησιμοποιοῦσε σωστή διδακτική μέθοδο,
παρουσιάζοντας τόν Τίμιο Σταυρό στόν νεαρό Πέτρο, τίς Ἱερές Εἰκόνες καί τά ἄλλα
τῆς Ἐκκλησίας μας ἱερά σύμβολα. Μέσα ἀπό τέτοια κατάθεση ψυχῆς τῆς «καλογραίας»
Πελαγίας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἑλλάδα, ἡ Πάτρα ἐκέρδισαν καί ἀπήλαυσαν ἕνα
Ἱεράρχη μεγάλου πνευματικοῦ βεληνεκοῦς. Τί θά εἶχαν νά εἴπουν ἆρα γε σήμερα
ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν «ἄθεη» παιδεία καί τά «ἄθεα» γράμματα, γιά νά θυμηθοῦμε
τά λόγια τοῦ μεγάλου Ἐθνοϊερομάρτυρος καί Ἐθναποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ;
Ὅμως ἡ
καρδιά πάλλει ἀπό συγκίνηση καί ἡ ψυχή καταλαμβάνεται ἀπό δέος, ὅταν ἀναγινώσκῃ
κανείς τά περί τοῦ πόθου του 11/ετοῦς Πέτρου νά γίνῃ μοναχός. Ποιός ἐφύτευσε σ’
αὐτή τήν ἁγνή παιδική ψυχή αὐτόν τόν πόθο; Εὔκολα θά ἔδιδε κάποιος τήν
ἀπάντηση. Ἡ «καλογραία»! Ἀλλ΄ ὄχι. Τόν πόθο αὐτό σέ μιά παιδική ψυχή, τόν τόσο
ἱερό πόθο, γιά τήν ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στόν Θεό, δέν τόν φυτεύει ἄνθρωπος,
ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ Πελαγία δέν ἐδίδασκε μόνο τόν Πέτρο, ἀλλά καί τά ἄλλα
παιδιά τοῦ χωριοῦ. Ὁ Πέτρος ὅμως ξεχώρισε. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν εἶχε θαυμαστά
ἐπισκιάσει.
Θά
σταθῶ καί στήν ἀντίδραση τοῦ πατέρα, ὅταν ἐπληροφορήθη τήν ἐπιθυμία τοῦ μικροῦ
του υἱοῦ νά μονάσῃ «Τό παιδί μου, θέλει
νά γίνῃ μοναχός. Τό παιδί θά πάῃ στό Μοναστήρι. Καί εἶναι ἡ ἀπαντοχή μου. Τό
τελευταῖο, τό ἀγαπημένο μου παιδί...». Ἡ πρώτη ἀντίδραση φαίνεται
φυσιολογική. Ὅλοι οἱ γονεῖς κάνουν κάποια ὄνειρα γιά τά παιδιά τους. Κάποιες
φορές ἡ ἀντίδραση εἶναι μεγαλύτερη. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἐπιμένει. Ὁ πατέρας κατανοεῖ.
Εἶναι θέλημα Θεοῦ. Γονατίζει προσεύχεται, δίδει τήν εὐχή του στό παιδί. Ἀληθῶς
δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου, διαβάζοντας τά ὅσα σημειώνει ὁ
ἀείμνηστος Προκάτοχός μου ἐπ’αὐτοῦ. Ἀποκαλεῖ τά λόγια τοῦ πατρός του «ἀξιοσημείωτα»,
καί ὄντως εἶναι. «Παιδί μου πάρε τήν εὐχή
μου, δέν θέλω νά σέ έμποδίσω... ἵνα μή ἁμαρτήσω πρός Κύριον... ἄς στερηθῶ ἐγώ
τῆς σωματικῆς προστασίας σου, ἵνα εὕρω ψυχικήν βοήθειαν...».
Τί
ὑπέροχα λόγια, βγαλμένα ἀπό τήν ψυχή ἑνός ἀγράμματου, ταπεινοῦ, βουνήσιου
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θεολογεῖ μέ τῆς καρδιᾶς του τήν ἁπλότητα καί τήν πηγαία
εὐσέβεια!
Τίποτα
δέν εἶναι δικό μας. Ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωή μας, τά παιδιά μας, ὅλα τά
ἀγαθά... εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατέρας προσφέρει μέ τήν καρδιά του στόν Θεό,
ἀντίδωρο τῆς οὐράνιας δωρεᾶς Του, τό ἴδιο τό παιδί του. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, σοί προσφέρομεν Κύριε...».
Ἔτσι
ἀρχίζει ἡ θαυμαστή πορεία τοῦ Ἱεροθέου γιά τίς πνευματικές κορυφές, μιά πορεία
πού ἄρχισε ἀπό τό χωριό Τρεστενά, σημερινή Μελισσόπετρα τῆς Ἀρκαδίας, καί
κατέληξε στήν μεγαλώνυμη Πάτρα.
Τήν
πορεία αὐτή θά παρακολουθήσουμε στό Β’ μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στήν
προσωπικότητα τοῦ ἀοιδίμου Ἱεροθέου.
ΜΕΡΟΣ Β’
Στίς 12 Ὀκτωβρίου
1853, ὁ νεαρός Πέτρος ἐγκαταλείπει τά Τρεστενά, τό ὄμορφο χωριό του, καί μέ τήν
εὐχή τῶν γονέων του,
φτάνει στήν κλεινή καί
γεραρά Μονή τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου, γιά ἀγῶνες ἀσκητικούς
κοντά στόν σεβάσμιο Γέροντα Ἱερόθεο
Πετρόπουλο.
Ὁ Μητροπολίτης Ἱερόθεος
σημειώνει στό τετράδιό του:
«Εἰς τό Μέγα Σπήλαιον
ὑπετάγην εἰς τόν σεβάσμιον Γέροντα Ἱερόθεον Πετρόπουλον,
Προηγούμενον, μεμακρυσμένον συγγενῆ
μου, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἔλαβον,
ὅτι τό 1857 ἔλαβον τήν κουράν
τοῦ Μοναχοῦ.
Μετά δέ
δύο ἔτη, ἤτοι τό 1859, ἐκλήθην εἰς Ἀθήνας ὑπό
τοῦ νεοχειροτονηθέντος Ἐπισκόπου Γυθείου Ἰωσήφ, ὅστις μέ ἐχειροτόνησεν
Ἱεροδιάκονον τήν 29ην
Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους, ἐν τῇ Ἱερᾷ
Μονῇ Πετράκη, καί ἠκολούθησα αὐτόν εἰς τήν
ἐπαρχίαν του».
Ἀπό τίς παραπάνω σημειώσεις φαίνεται ὁ ἱερός
ζῆλος τοῦ νεαροῦ Πέτρου νά εἰσέλθῃ στίς αὐλές τοῦ Κυρίου καί νά ἐνδυθῇ
τό Ἀγγελικό Σχῆμα. Ὅμως, ὑποτάσσεται καί μαθητεύει κοντά
σέ «σεβάσμιο» Γέροντα, γιατί ὁ μοναχικός δρόμος εἶναι κοπιώδης και δύσκολος. Χρειάζεται ὁδηγός ἀπλανής γιά τήν κατά Θεόν πορεία. Πολλές φορές χωρίς πνευματική δοκιμασία,
χωρίς ὑποταγή, χωρίς ἐκκοπή
τοῦ ἰδίου θελήματος, ὁδηγοῦνται εὐσεβεῖς νέοι μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι
καλά καί εὐλογημένα
παιδιά, στόν μοναχικό βίο. Ἡ ἀπειρία
ὅμως δημιουργεῖ ναυάγια, καί ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ
προκειμένου νά καταπίῃ
τούς ἀδοκίμους ἀγωνιστάς.
Ὁρμώμενος ἀπό τό ἁγιασμένο παράδειγμα τοῦ Ἱεροθέου, δράττομαι τῆς εὐκαιρίας νά θίξω τό τόσο σημαντικό αὐτό θέμα, ἀπό τό ὁποῖο ἀξαρτῶνται
πολλά ὡς πρός τήν πορεία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μας πραγμάτων καί
τήν πνευματική πρόοδο τῶν
Μοναχῶν ἀλλά καί ὅλων τῶν
Κληρικῶν.
Καί
συνεχίζει ὁ μακάριος ἀνήρ:
«Ἐκεῖ, ἐν Γυθείῳ, διήκουσα τά Σχολαρχιακά μαθήματα, καί τό 1862 κατετάχθην μαθητής ἐν τῇ ἐν Ἀθήναις
Ῥιζαρείῳ Σχολῇ. Εἶτα, συμπληρώσας ἐπί τριετίαν τά ἐγκύκλια μαθήματα, ἐνεγράφην το
1866 φοιτητής τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς ἐν τῷ Ἐθνικῷ Πανεπιστημίῳ.
Ἐκήρυττον δέ και τόν θεῖον λόγον
ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τῆς
Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἱεροδιάκονος ὤν ἐν αὐτῷ…».
Ἡ Θεολογία στηρίζεται στήν πνευματική ζωή, ὅπως
βιώνεται μέ τήν προσευχή καί τήν ἐσωτερική
σχέση μέ τόν Θεό, μέσα στήν Ἐκκλησία, τελειουμένη διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Ὁ Ἅγιος Νεῖλος ὁ Ἀσκητής λέγει: «Εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καί εἰ ἀληθῶς
προσεύχῃ, θεολόγος εἶ».
Αὐτήν τήν γνώση καλλιεργοῦσε ἐμπειρικά ὁ πολύς Ἱερόθεος. Ὅμως δέν παρέλειψε νά καλλιεργήσῃ καί τήν θύραθεν σοφία, ἡ ὁποία ἐπίσης εἶναι δῶρον Θεοῦ. Ἔτσι ὁ νεαρός Διάκονος, παράλληλα μέ
τά καθήκοντά του στόν Ἱερό Ναό, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦσε μέ σεμνότητα καί ἱεροπρέπεια καί σύνεση
γεροντική, καίτοι νέος εἰς τήν
ἡλικία, μελετᾶ καί τήν ἐπιστήμη
τῆς Θεολογίας, στά ἕδρανα τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Τότε ἡ Θεολογική Σχολή ἦτο φυτώριον ἁγιότητος. Τώρα χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας
γιά να κρατηθοῦν οἱ Σχολές σέ αὐτά τά πνευματικά ὕψη, ἀφοῦ οἱ
καιροί ἔχουν ἀλλάξει τόσο
πολύ, καί τό πνεῦμα τῆς ἐκκοσμίκευσης
ἔχει ἐπηρεάσει τά πάντα. Πιστεύουμε ὅτι παρά τήν πνευματική
κρίση, καί σήμερα οἱ
Θεολογικές μας Σχολές, μέσα ἀπό τόν
ἀγῶνα καί τίς προσπάθειες κατηρτισμένων καθηγητῶν
καί τήν παρουσία εὐλογημένων φοιτητῶν,
συνεχίζουν τήν προσφορά τους στήν
Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος.
Ἄς προχωρήσωμε ὅμως στίς σημειώσεις τοῦ κλεινοῦ Ἱεράρχου:
«Τήν 18ην
Ἰουλίου τοῦ 1870 διωρίσθην ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί τοῦ Ὑπουργείου,
ἱεροκῆρυξ ἔκτακτος ἐν τῷ Νομῷ
Αἰτωλοακαρνανίας, ὅτι ἤκμαζεν ἡ ληστεία ἐν ταῖς ἐπαρχίαις, ἰδίως τῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας. Τήν δέ 20ην
Φεβρουαρίου 1872 διωρίσθην ἔκτακτος
ἱεροκῆρυξ εἰς τόν Νομόν Λακωνίας, καί ἐκεῖθεν τό 1875 μετετέθην εἰς τόν Νομόν Φθιώτιδος. Ἀλλά τό ἑπόμενον
ἔτος παρῃτήθην τῆς Δημοσίου θέσεως τοῦ ἱεροκήρυκος, καί ἔλαβον τήν Διεύθυνσιν
τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐφημερίδος “ἡ Εἰρήνη”, καί εἶτα τοῦ
“Λόγου”, διδάσκων ἅμα καί
κηρύττων τόν θεῖον λόγον ἐν τῇ
Σχολῇ τοῦ κ. Ἀ. Μακράκη, ἧς μέλος ἀπετέλουν, ὅτι καί Πρόεδρος ἅμα τοῦ θρησκευτικοῦ Συλλόγου “Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής”».
Ζῆλος
θερμουργός κατέχει τήν ψυχή τοῦ
νεαροῦ κληρικοῦ. Ἀγῶνες σέ ἐποχές
δύσκολες, καί σέ ἀκόμα δυσκολώτερες περιοχές, γιά νά φυτεύσῃ
στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τόν Χριστό καί τήν ἀλήθεια
τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Μελετώντας τήν ἁγιασμένη ζωή τοῦ Ἱεροθέου, ἀντιλαμβάνεται κανείς
τούς κόπους καί τούς μόχθους πού κατέβαλλαν τότε οἱ ἱεροκήρυκες, προσφέροντας τήν ἴδια τήν
ζωή τους γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί
τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Πόσα ὀφείλει τό Ἔθνος μας σ’ αὐτές τίς σεβάσμιες μορφές, πού
κρατώντας τό ῥαβδί στό χέρι καί τό δισάκι στόν ὦμο, ἀνηφόριζαν σέ δρόμους δύσβατους καί βουνά γιά νά μορφώσουν στίς ψυχές Ἰησοῦν Χριστόν Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα. Γιά νά ἡμερέψουν
τίς καρδιές καί να
γεφυρώσουν χάσματα. Γιά νά
ἐπουλώσουν πληγές, καί να
διδάξουν, ἀκόμη, τά Ἑλληνικά Γράμματα.
Ἐμεῖς οἱ νεώτεροι Ἱεροκήρυκες ἀγωνιστήκαμε κάτω ἀπό διαφορετικές
συνθῆκες, πού διευκόλυναν, ὄχι
μόνο τίς μετακινήσεις μας, ἀλλά
καί τό ὅλο ἔργο μας. Ὅμως, ἐάν ἕνας
διδάσκαλος τῶν Θείων Ἀληθειῶν
ἐπιθυμῇ νά ἐπιτύχῃ ὄντως στό ἅγιο ἔργο
του, δέν ἔχει παρά νά καθρεφτίζεται κάθε ἡμέρα στίς λαμπρές μορφές τῶν ἀγωνιστῶν αὐτῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπότισαν μέ τόν ἱδρῶτα
τους καί τό αἷμα τους τά χώματα τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας. Θα σταθῶ ὅμως καί
στήν σημείωση τοῦ Ἱεροθέου σχετικά μέ τόν διορισμό του ἀπό τό Ὑπουργεῖο στήν Αἰτωλοακαρνανία «ὅτι ἤκμαζεν ἡ
ληστεία...». Τότε τό Κράτος χρησιμοποιοῦσε
καί τήν δύναμη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν καταστολή τῆς παραβατικότητος. Ἀξιοποιοῦσε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί
τούς καταξιωμένους ἐργάτας τοῦ
Εὐαγγελίου. Μακάρι καί
τώρα νά κατανοήσῃ ἡ
Πολιτεία αὐτήν τήν ἀνάγκη, καί νά ἀξιοποιήσῃ αὐτήν τήν πνευματική δύναμη γιά θεραπεία τῶν παθῶν καί ἔξοδο
ἀπό τήν πνευματική κρίση
ἡ ὁποία μαστίζει τήν χώρα
μας.
Ἄς παρακολουθήσωμε ὅμως τά ὅσα ὁ ἴδιος
ἀναφέρει στήν συνέχεια γιά τόν ἑαυτό
του:
«Το 1879, καταγγελθέντος τοῦ
κ. Ἀπόστολου Μακράκη ἐπί ἀντιθέτους τῇ Ἐκκλησίᾳ δοξασίας, συγκατηγορήθην κἀγώ μετ’ ἄλλων συναδέλφων μου κληρικῶν ὡς ὁμοφρονοῦντες τῷ κ. Μακράκῃ, καί κατεδικάσθημεν ὑπό τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου εἰς πολυετῆ ἐξορίαν ἐγώ μέν εἰς τήν
ἐν Ἄνδρῳ Μονήν τῆς Παναχράντου, καί ἐκεῖθεν εἰς τήν ἐν
Πάρῳ Μονήν τῆς Λογγοβάρδας, ἔνθα καί διέμενον
ἐπί δύο ἔτη, οἱ δε ἄλλοι συνάδελφοί μου εἰς ἄλλας Μονάς τοῦ Κράτους.
Ἐπανελθόντες
εἰς Ἀθήνας, προσήλθομεν ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τό 1884, και ἐζητήσαμε συγγνώμην, ἥτις καί ἐδόθη ἡμῖν.
Συγχρόνως δέ ἡ Σύνοδος μέ
ἐπρότεινε ὡς ἱεροκήρυκα εἰς τόν Νομόν Αἰτωλοακαρνανίας, καί διωρίσθην ὑπό τοῦ Ὑπουργείου
τήν 3ην Δεκεμβρίου τοῦ
ἰδίου ἔτους.
Τό ἑπόμενον ἕτος, 1885, Αὐγούστου 6, μετετέθην εἰς τόν Νομόν Ἀττικῆς, ἔνθα καί διατελῶ ἤδη Ἱεροκῆρυξ.
Ἐν Ἀθήναις τῇ
25ῃ Σεπτεμβρίου 1885
Ἀρχιμανδρίτης
Ἱερόθεος Μητρόπουλος, Ἱεροκῆρυξ».
Ἀπό τίς παραπάνω γραμμές φαίνεται ἡ πονεμένη ἱστορία τοῦ Ἱεροθέου, ἡ ἔχουσα σχέση μέ τόν Ἀπόστολο
Μακράκη. Δέχθηκε μέ ὑπομονή τήν ἐξορία, καί τήν ἐκμεταλλεύτηκε πνευματικά στά Μοναστήρια ὅπου έγκαταβίωσε ὡς ἔγκλειστος. Ἡ ὑπακοή του στήν Ἐκκλησία τόν ὕψωσε, καί
ὁ Κύριος τόν ἐχαρίτωσε. Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀτελεῖς, καί γιά τοῦτο
πολλάκις σφάλλουμε. Ἡ ἐκζήτηση τῆς
συγγνώμης καί ἡ ταπείνωση —ἔστω
καί ἄν κάποτε, ἀνθρωπίνως, ἔχομε ἀδικηθῆ— προδίδουν ἀδαμάντινους
χαρακτῆρες, ὅπως ἦταν ὁ Ἱερόθεος. Μετά ἀπό αὐτήν τήν
δοκιμασία, τήν προσευχή, τήν
πνευματική περισυλλογή καί τήν
ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ἦλθε ἡ κατά Θεόν δόξα, ἀφοῦ ὁ ταπεινός Ἱερόθεος ἀνῆλθε στόν Ἀρχιερατικό Θρόνο Πατρῶν καί Ἠλείας.
Αὐτή τήν δοξασμένη πορεία θά παρακολουθήσωμε στό Γ’ μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στή σεπτή μορφή τοῦ ἀοιδίμου Ἱεροθέου.
ΜΕΡΟΣ Γ’
«Διετέλεσα ὡς ἱεροκήρυξ
τοῦ Νομοῦ Ἀττικοβοιωτίας
7 ἔτη, διδάσκων τόν θεῖον λόγον εἰς Ἀθήνας
καί καθ’ ὅλον
τόν Νομόν.
Τήν 20ήν Νοεμβρίου 1892 ἐπρότεινέ με ἡ Ἱερά
Σύνοδος ὡς
ὑποψήφιον τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Πατρῶν καί Ἠλείας, καί τήν 25ην τοῦ ἰδίου
μηνός ἐνεκρίθην
ὑπό τοῦ Βασιλέως ὡς Ἀρχιεπίσκοπος
αὐτῆς.
Τήν δέ 6ην Δεκεμβρίου τοῦ
αὐτοῦ
ἔτους, ἡμέραν τοῦ Ἁγίου
Νικολάου, ἐχειροτονήθην
Ἀρχιερεύς ἐν τῇ
Μητροπόλει Ἀθηνῶν ὑπό
τοῦ Μητροπολίτου Γερμανοῦ Καλλιγᾶ καί τῶν Συνοδικῶν Νεοφύτου Λαρίσσης, Γρηγορίου
Δημητριάδος καί Μισαήλ Θαυμακοῦ.
Παρέμεινον εἰς Ἀθήνας
μετά τήν χειροτονίαν μου μέχρι τέλος τοῦ
μηνός Δεκεμβρίου, καί τήν 3ην Ἰανουαρίου
1893 ἦλθον εἰς Πάτρας, ἔνθα ἐγένετό
μοι μεγάλη καί ἐπιβάλλουσα
ὑποδοχή ὑπό τῶν
ἀρχῶν
τῆς πόλεως καί τῶν πολιτῶν αὐτῆς.
Κατά τήν πρότασιν καί χειροτονίαν μου
Πρωθυπουργός ἦτο
ὁ Χαρ. Τρικούπης καί Ὑπουργός τῶν Ἐκκλησιαστικῶν ὁ
Κ. Κοσονάκος.
Ἐν Πάτραις τῇ 10ῃ
Ἰανουαρίου
1893.
† Ὁ
Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεος»
Αὐτά σημειώνει σχετικά μέ τήν ἐκλογή, τήν χειροτονία του εἰς Ἐπίσκοπον,
καί τήν ἐγκατάστασή του
στήν Πάτρα, ὁ ἀοίδιμος Ἱερόθεος. Στήν πόλη τοῦ Ἁγίου
Ἀνδρέου τόν περιμένει πολλή πνευματική ἐργασία. Ὁ Ἱερός
Κλῆρος χρειάζεται
κατάρτιση καί πνευματική οἰκοδομή.
Ἀναζητεῖ τούς καταλλήλους καί χειροτονεῖ τούς ἀξίους μετά ἀπό προσεκτική πνευματική ἐξέταση καί ἐξαντλητική ἔρευνα γιά τό ἦθος καί τήν εὐσέβειά τους. Οἱ Ἱερεῖς κάθε Σάββατο παρακολουθοῦσαν τήν διδαχή τοῦ ἰδίου
τοῦ Ἐπισκόπου, ἐνῷ
συνέστησε καί Ἱερατική Σχολή
στήν Ἀρχιεπισκοπή. Ὁ βαθύς του πόθος ἦτο νά ἱερατεύουν στό Ἱερό Θυσιαστήριο ἅγιοι Κληρικοί.
Παράλληλα τόν ἀπασχολοῦσε ἡ πνευματική κατάρτιση τοῦ Λαοῦ. Τά κηρύγματά του παιδαγωγικά, παρακλητικά,
ἀλλά καί ἐλεγκτικά. Ἐξέδιδε περιοδικά, ἵδρυσε ἱεραποστολικούς συλλόγους («Ἀπόστολος Ἀνδρέας» καί «Ὀρθοδοξία»), ἐνδιεφέρθη γιά τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση, ἵδρυσε βιβλιοθήκη, Σχολή ἀπόρων παίδων, Σχολή τοῦ Λαοῦ. Ἀγωνίστηκε
γιά τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καί περιώδευε συνεχῶς στά χωριά, ὥστε νά στηρίζῃ καί νά διδάσκῃ τό ποίμνιό του.
«Οἱ βασικοί τομεῖς ὅλης
αὐτῆς τῆς
δραστηριότητος εἶναι
ἀπό τό ἕνα
μέρος ἡ
μόρφωση κλήρου καί λαοῦ,
ἀπό τό ἄλλο
ἡ σθεναρά στάση ἔναντι ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν. Οἱ
δύο αὐτές
πλευρές τοῦ
ἔργου δείχνουν καί τίς δύο πλευρές τῆς προσωπικότητός του: οἰκοδομητικός καί ἀγωνιστικός, στοργικός, ἀλλά καί γενναῖος...» (Ἀρχιμ.
Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, Ἱερόθεος Μητρόπουλος, ὁ φωτισμένος ἱεράρχης, Ἐκδ.
Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι
1993, σελ. 11).
Τό κλειδί ὅμως γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου
του ἦταν τό ὅτι εἶχε τήν δυνατότητα, τό χάρισμα, ἀφ’ ἑνός μέν νά ἐπιλέγῃ τούς ἀρίστους ὡς συνεργάτας, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά τούς ἐμπνέῃ σέ ἔργα θαυμαστά καί μεγάλα.
Χωρίς συνεργάτας καί ὀργάνωση, κανένα ἔργο δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθῇ. Κυρηναῖοι στό ἔργο τοῦ Ἱεροθέου
ἦλθαν οἱ Ἀρχιμανδρίτες
Ἠλίας Βλαχόπουλος, Εὐσέβιος Ματθόπουλος (γυιός τῆς ἀδελφῆς τοῦ Ἱεροθέου),
Πολύκαρπος Συνοδινός, Εὐγένιος
Οἰκονόμου, Σπυρίδων Γιαννουλέας, Γαβριήλ
Παπανικολάου, καί Γαβριήλ Φραγκούλης.
Μνημειώδεις εἶναι οἱ ἐγκύκλιοι
τίς ὁποῖες ἐξαπέλυσε μετά τήν ἐνθρόνισή του στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῶν Πατρῶν, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στήν κατάρτιση τῶν Ἱερέων,
στίς ἁρμοδιότητες καί ὑποχρεώσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συμβουλίων, στά κηρύγματα, καί στά
Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Στό περιοδικό «Ἀγάπη» στίς 16.9.1894, ἀναφέρονται τά ἑξῆς:
«Ὁ δέ κλῆρος
τῶν
Πατρινῶν;
Ὅπως δυστυχῶς ὁ
κλῆρος
τῆς
Ἑλλάδος. Ἀλλ’
εἶχον
τήν εὐτυχίαν
αἱ
Πάτραι ν’ ἀποκτήσουν
πρωθιεράρχην ὄχι
εὐλογοῦντα ὑποκριτικῶς τό ποίμνιόν του καί θωπεύοντα μακαρίως
τήν πατριαρχικήν γενειάδα του, ἀλλά
κληρικόν φίλον τῆς
ἐκκλησίας, τῆς προόδου, τῶν μεταρρυθμίσεων. Ὁ Σεβ. Πατρῶν καί Ἠλείας
κ. Μητρόπουλος ὑπεχρέωσεν
ἅπαντας τούς ὑπ’ αὐτόν
κληρικούς νά προσέρχωνται καθ’ Ἑβδομάδα
—κατά δέ τήν Μ. Τεσσαρακοστήν καθ’ ἑκάστην—
εἰς
τόν μητροπολιτικόν ναόν, ὅπου
γίνεται διδασκαλία ὄχι
μακαρονική, ἀκαδημαϊκή,
ἀλλά διδασκαλία πειραματική, οὕτως εἰπεῖν. Ὄχι
ματαιολογίαι περί τῆς
θεωρίας, ἤ
τῶν
τύπων, ἀλλά
ζωνταναί πραγματεῖαι
ἐπί τῆς
οὐσίας,
τούς δέ ὑποψηφίους
διά τό ἱερατικόν
σχῆμα
μή νομίζετε ὅτι
μετά πρώτην σύστασιν τούς μεταμορφώνει εἰς
ρασοφόρους. Ὄχι.
Τούς προπαιδεύει, τούς προδοκιμάζει καταλλήλως, κάποτε δέ —τούς ὀλιγογραμμάτους— τούς στολίζει μέ
γράμματα, καί ὅταν
πεισθῇ
ὅτι μποροῦν
νά ἐκπληρώσουν
τά καθήκοντά των, εἴτε
ὡς διάκονοι, εἴτε ὡς
ἱερεῖς,
προβαίνει εἰς
τήν κουράν των».
Στό ἴδιο περιοδικό στίς 4.6.1895 διαβάζομε ὅτι ὁ Ἱερόθεος,
περιοδεύοντας ἐπί 16 ἡμέρες στήν περιοχή Ἠλείας «δέν ἀφῆκε χωρίον, οὐδέ τό
ἐλάχιστον, τό ὁποῖον νά μή ἐπισκεφθῆ,
καί εἰς
τό ὁποῖον νά μή κάμῃ δύο ἤ
τρεῖς θρησκευτικάς ὁμιλίας. Ἄνδρες καί γυναῖκες, μικροί καί μεγάλοι, χωρικοί καί ἀγρόται,
ποιμένες καί ποιμενίδες, πᾶσα
ψυχή τοῦ
δήμου (Ὠλένης)
ἐνωτίσθησαν τά ρήματα τῆς σωτηρίας ἐκ τοῦ
πνευματικοῦ
ποιμενάρχου των. Οὗτος
ἐν
τῇ εὐαγγελικῇ περιοδείᾳ του παρακολουθεῖτο
ὑπό δύο γερόντων πνευματικῶν,
τοῦ
ἀρχιμ. κ.
Εὐγενίου Οἰκονόμου
καί τοῦ
χαίροντος φήμην ἀσκητοῦ κ. Κυρίλλου. Ὅ,τι ἐμαρτύρει
τήν ἀποτελεσματικότητα
τοῦ
κηρύγματος εἶναι
τοῦτο, ὅτι οἱ
ἄνθρωποι εὐθύς μετά τήν διδασκαλίαν ἐπεζήτουν τήν ἐξομολόγησιν, εἰς τρόπον ὥστε, καί 10 πνευματικοί πατέρες ἄν
ὑπῆρχον, θά εἶχον ἐργασίαν
δι’ ὅλης τῆς
ἡμέρας. Ἀλλ’
ὁ μέν θερισμός πολύς, οἱ δέ ἐργάται
ὀλίγοι. Ὁμοίως
πολλήν καί καλήν ἐξομολογήσεως
ἐργασίαν ἔκαμεν
ἐν Πύργῳ
καί ὁ
Πρωτοσύγκελλος τοῦ
Ἀρχιερέως κ. Γαβριήλ Παπανικολάου. Ἡ μυχία εὐχή
παντός χριστιανοῦ
εἶναι
νά ἐνισχύσῃ ὁ Κύριος καί νά πληθύνῃ τούς ἐργάτας τοῦ ἀμπελῶνος αὐτοῦ ἐν
πάσῃ
τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, διότι πολλοί καί ἰσχυροί
οἱ πολέμιοι καί μεγάλη ἡ
ἔκπτωσις».
Σημειώνομε ὅτι ἡ
ἀπόφαση γιά τήν ἀνέγερση τοῦ περικαλλοῦς Νέου Ἱεροῦ
Ναοῦ τοῦ
Ἁγίου Ἀνδρέου Πατρῶν ἐλήφθη
ἐπί ἀοιδίμου
Ἱεροθέου τό 1894. Ὅμως δέν εὐτύχησε νά θεμελιώσῃ τόν Ναό.
Ὁ Ἱερόθεος
ἔδωσε ὅλο τό βάρος τοῦ ἐνδιαφέροντός
του στόν ὑπ’ αὐτόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν περιούσιο Λαό τοῦ Θεοῦ καί ἐλησμόνησε παντελῶς τόν ἑαυτό του, ἐφαρμόζων στήν ζωή του, τούς λόγους τοῦ Ἁγίου
Ἀποστόλου Παύλου: «Ζῶ
δέ οὐκέτι
ἐγώ, ζεῖ
δέ ἐν
ἐμοί Χριστός».
Ὁ ὑπέρμετρος
ζῆλος καί ἡ νυχθημερόν ἐργασία του τόν ὡδήγησαν εἰς σωματικήν ἀσθένειαν, τήν ὁποία ὁ ἴδιος
περιγράφει στίς σημειώσεις του ὡς
ἑξῆς:
«Τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1895 ἠσθένησα ἐκ κρυολογήματος καί πυρετοῦ ἰσχυροῦ. Τότε ἀνεκαλύφθη ὑπό τοῦ Ἰατροῦ Ἰω.
Βερροίου ὅτι
κατέχομαι ὑπό
ζαχαρώδους διαβήτου. Μετέβην εἰς
Ἀθήνας πρός θεραπείαν. Ὑποβληθείς εἰς αὐστηράν
δίαιταν ὑπό
τῶν ἰατρῶν Ὀρφανίδου,
Κ. Δηλιγιάννη καί Ἀσημῆ, ἀπηλλάγην
σχεδόν, περιορισθέντος κατά πολύ τοῦ
νοσήματος. Ἀλλά
κατά τάς ἀρχάς
Σεπτεμβρίου 1896 ἠσθένησα
πάλιν εὑρισκόμενος
εἰς περιοδείαν καί ἀνεφάνη τό νόσημα τοῦ διαβήτου.
Ἐπίσης τήν 30ην Ἰανουαρίου 1898 ἠσθένησα ἐπικινδύνως, ὁ δέ Κύριος ἐχαρίσατό μοι τήν ζωήν, οὗ τό θεῖον ὄνομα
εἴη εὐλογημένον».
Ἡ δευτέρα περίπτωσις τῆς ἀσθενείας
του, συνέβη στό χωριό Μοῖρα,
ἐνῷ λειτουργοῦσε ὁ μακαριστός Ἱερόθεος στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἐκεῖ
αἰσθάνθηκε ζάλη καί ἔπεσε εἰς λιποθυμίαν. Μετεφέρθη μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης στήν
Πάτρα, ταλαιπωρημένος πολύ, ἀλλ’
εὐτυχῶς οἱ γιατροί κατάφεραν νά τόν σώσουν.
Ὅμως ὁ λαμπρός Ἱεράρχης τῶν Πατρῶν ἐνδιεφέρθη
καί γιά τήν ἀνέγερση τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοῦ Μεγάρου Πατρῶν καί τοῦ Ἱεροῦ Παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τό ὁποῖο
πρό ὀλίγων μηνῶν, ἀνεκαινίσαμε ἐκ βάθρων καί παρεδώσαμε ἐπισήμως καί πάλι, μετά ἀπό τήν λαμπρή τελετή τῶν Θυρανοιξίων, στήν Θεία Λατρεία
(25-9-2012).
Ἐπίσης σημειώνομε ὅτι τό Ἀρχιεπισκοπικό Μέγαρο ἀνεκαινίσθη τό πρῶτον ἐν ἔτει
1980 ὑπό τοῦ ἀειμνήστου
Προκατόχου ἡμῶν Νικοδήμου, εἶτα δέ ἀνεκαινίσθη ἅπασα ἡ οἰκοδομή
ἔσωθεν καί ἔξωθεν, ὑφ’ ἡμῶν
ἐν ἔτει
2011.
Ἄς παρακολουθήσωμε τί γράφει γιά αὐτά τά δύο ἱερά κτήρια ὁ Ἱερόθεος.
«Τό ἔτος
1898-1899, ἀπό
τῆς 14ης Ἀπριλίου, δηλονότι τοῦ 1898, μέχρι τῆς 10ης Ἀπριλίου τοῦ 1899 ᾠκοδόμησα τήν Ἀρχιεπισκοπή. Κατῴκησα δέ ἐν αὐτῇ τήν 12ην Μαΐου ἰδίου ἔτους 1899.
Ἐδαπανήθησαν διά τήν οἰκοδομήν,
εἰς
ἀγοράν μέν τοῦ οἰκοπέδου δραχ. 31.714,33,
εἰς
τήν οἰκοδομήν δέ 47.282,50
ἤτοι τό ὅλον
78.996,50
Εἰσέπραξα
ἐκ διαφόρων συνδρομῶν
δραχ. 26.165
Ἡμέτερα ἔξοδα ἤ καταβολή 52.831,50
(Σύνολον)
78.996,50
Ἐν Πάτραις τῇ 3ῃ
Ἰουλίου
1899
† Ὁ Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεος».
Τό δέ Παρεκκλήσιον «ἤρξατο ἀρχάς Μαΐου καί ἦλθεν εἰς πέρας τήν 24ην Δεκεμβρίου
1899. Ἐγένοντο
δέ τά Ἐγκαίνια
αὐτοῦ
τήν 27ην ἰδίου
μηνός καί ἔτους,
ἡμέραν τοῦ πρωτομάρτυρος ἁγίου Στεφάνου. Ὥστε διήρκεσεν ἡ οἰκοδομή
τοῦ Ἱ.
Ναοῦ ἑπτά
μῆνας.
Τό ὅλον
τῆς δαπάνης, μετά τῆς τοιχοποιΐας τοῦ περιβόλου αὐτοῦ,
ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τῆς ἡμέρας
τῶν Ἐγκαινίων
ἔφθασεν εἰς δραχ. 17.284,75
εἰς
ἕτερα διάφορα ἔξοδα
τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ 4.552___
(Σύνολον)
21.836,75
Ἐν Πάτραις τῇ 8ῃ
Φεβρουαρίου
1900
† Ὁ Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεος».
Ἀλλ’ ἀνεφέρθη ἀνωτέρω ὅτι ὁ μακαριστός προκάτοχος ἡμῶν
καί ἐπιφανής Ἱεράρχης εἶχε στάση θαρραλέα ἔναντι τῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν. Τά κείμενά του μνημειώδη ἐναντίον τῶν κακοδόξων, τῶν Δυτικῶν προπαγανδιστῶν, ἀλλά καί τῶν μασσόνων, ἀφοῦ
ὡς σημειώνει ὁ ἴδιος,
«τόν Νοέμβριον τοῦ 1898 ἀνεφύει
ἐν Πάτραις τό Μασσονικόν ζήτημα».
Σεβαστοί πατέρες, βλέποντας τυχαία την κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα του ιερού ναού σας, παρακαλώ να προβείτε στις εξής διορθώσεις στη λεζάντα (κάτω από τη φωτογραφία του ναού: ΑΝΗΓΕΡΘΗ (όχι ανηγέρθΕΙ) , ΔΑΠΑΝΑΙΣ (όχι δαπάνΕΣ) αν και είναι προτιμότερο το ΜΕ ΔΑΠΑΝΕΣ, υπό του μητροπολίτου όχι ΠΡΩΗΝ Πατρών, διότι όταν τον εγκαινίασε ήταν εν ενεργεία, όχι πρώην. Το σωστό είναι να βάλετε: υπό του Μητροπολίτου Πατρών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ (ΒΑΛΛΗΝΔΡΑ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας επισημαίνω τα ανωτέρω κατά το αγιογραφικόν "ΔΙΔΟΥ ΣΟΦΏ ΑΦΟΡΜΉΝ ΚΑΙ ΣΟΦΩΤΕΡΟΣ ΕΣΤΑΙ".
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Ευάγγελος Π. Λέκκος